Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

ΑΡΧΑΙΑ...ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ...!

ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ν. ΖΟΥΚΗ, 1955.
Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε το 1964 για τους μαθητές της Α’ Γυμνασίου. Ως σκοπό είχε να φέρει σε επαφή τις παλαιότερες γενιές Νεοελλήνων με τη γλώσσα των αρχαίων προγόνων τους. Αποτελούσε μία μεθοδική διδασκαλία του συντακτικού της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, με τα κατάλληλα αποσπάσματα από αρχαίους συγγραφείς.
Στα αποσπάσματα που επέλεξα μπορείτε να διαβάσετε κείμενα που υπάρχουν στο αναγνωστικό αυτό. Ο λόγος για τον οποίο τα παραθέτω είναι διότι ...όπως θα διαπιστώσετε, δεν χρειάζεται να γνωρίζει κάποιος αρχαία Ελληνικά για να τα διαβάσει και να τα κατανοήσει, σε αντίθεση με τα κείμενα αρχαίων Ελληνικών τα οποία δόθηκαν στην δική μου γενιά όσο και στις επόμενες, στερώντας μας το προνόμιο να γνωρίσουμε καλύτερα την γλώσσα των προγόνων μας, αλλά και τις ρίζες των λέξεων που χρησιμοποιούμε στην νέα Ελληνική. Ευτυχώς που στο σύνολο τους όλες οι σύνθετες νεοελληνικές λέξεις περιέχουν αρχαίες Ελληνικές, γεγονός που δυστυχώς δεν γνωρίζουμε, παρότι τις χρησιμοποιούμε καθημερινά.
Παραδείγματος Χάριν σήμερα χρησιμοποιούμε την λέξη «Άναυδος» η οποία προέρχεται από το «Αυδή» που σημαίνει φωνή. Η λέξη «Αλέξω» την εποχή του Ομήρου σήμαινε εμποδίζω, αποτρέπω. Σήμερα λέμε χρησιμοποιούμε τις λέξεις αλεξίσφαιρο, αλεξικέραυνο, αλεξίπτωτο, αλεξήλιο, Αλέξανδρος (αυτός που αποκρούει τους άνδρες) κ.τ.λ.
«Άρουρα» ήταν το χωράφι, όλοι ξέρουμε τον αρουραίο. Το βάρος το αποκαλούσαν «άχθος», σήμερα λέμε αχθοφόρος. «Άγχω», σημαίνει σφίγγω το λαιμό, σήμερα λέμεαγχόνη. Επίσης άγχος είναι η αγωνία από κάποιο σφίξιμο, ή από πίεση.
«Δόρπος», λεγόταν το δείπνο, σήμερα η λέξη είναι επιδόρπιο. «Βρύχια» στον Όμηρο είναι τα βαθιά νερά, εξ ου και τo υποβρύχιο.
«Νόστος» σημαίνει επιστροφή στην πατρίδα. Η λέξη παρέμεινε ως παλιννόστηση, ήνοσταλγία. «Άλγος» στον Όμηρο είναι ο σωματικός πόνος, από εκεί προέρχεται τοαναλγητικό. Από τη λέξη «αιδώς» (ντροπή) προήλθε ο αναιδής. Με το επίρρημα «τήλε»στον Όμηρο εννοούσαν μακριά, εμείς χρησιμοποιούμε τις λέξεις τηλέφωνο, τηλεόραση, τηλεπικοινωνία, τηλεβόλο, τηλεπάθεια κ.τ.λ. «Λάας ή λας», έλεγαν την πέτρα. Εμείς λέμελατομείο, λαξεύω. «Πέδον» στον Όμηρο σημαίνει έδαφος, τώρα λέμε στρατόπεδο, πεδινός.
Το κρεβάτι λέγεται «λέχος», εμείς αποκαλούμε λεχώνα τη γυναίκα που γέννησε και μένει στο κρεβάτι. Από την λέξη «νόσος» και το ρήμα «κομέω-ώ» , που στην ιωνική διάλεκτο σήμαινε περιποιούμαι, προκύπτουν το νοσοκόμος, τραπεζοκόμος, ιπποκόμος κ.λπ. Από τη λέξη «ναυς» έχομε: ναυπηγός, ναύαρχος, ναυμαχία, ναυτικός, ναυαγός, ναυτιλία, ναύσταθμος, ναυτοδικείο, ναυαγοσώστης, ναυτία, κ.τ.λ.
Από το «Ύδωρ», προέρχεται η λέξη Υδραγωγείο, ύδρευση, υδραυλικός, υδροφόρος, υδρογόνο, υδροκέφαλος, αφυδάτωση, ενυδρείο, κ.τ.λ.. Από την λέξη «Ωά» (αυγά) χρησιμοποιούμε την λέξη ωοθήκες. Από το «όρος», προκύπτει το ορειβασία, ορειβάτης. «Πόρο» έλεγαν τη διάβαση, το πέρασμα, σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη πορεία. Επίσης αποκαλούμε εύπορο κάποιον που έχει χρήματα, γιατί έχει εύκολες διαβάσεις, μπορεί δηλαδή να περάσει όπου θέλει, και άπορο αυτόν που δεν έχει πόρους, το φτωχό.«Πόντος», σήμαινε μακριά, σήμερα λέμε Υπερπόντιο ταξίδι. «Ύλη» ονόμαζαν ένα τόπο με δένδρα, εμείς λέμε υλοτόμος. «Πέδη», σημαίνει δέσιμο και τώρα λέμε χειροπέδες, πέδιλο. Επίσης χρησιμοποιούμε τη λέξη «Φρην» είναι η λογική. Από αυτή τη λέξη προέρχονται το φρενοκομείο, ο φρενοβλαβής, ο εξωφρενικός, ο άφρων κ.τ.λ. Στον Όμηρο «Λώπος» είναι το ένδυμα, σήμερα αυτόν που μας έκλεψε τον λέμε λωποδύτη,καθώς για αυτό βάζει το χέρι του στα ρούχα μας. Από το «φάος», το φως προέρχεται η φράση φαεινές ιδέες και η επιφάνεια. Στην συνέχεια παραθέτω αποσπάσματα από το αναγνωστικό της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας του Ν. Ζούκη. Στον σύνδεσμο στο τέλος του κειμένου μπορείτε να διαβάσετε όλο το βιβλίο.


ΟἹ ΓΆΜΟΙ ΠΗΛΈΩΣ ΚΑῚ ΘΈΤΙΔΟΣ.

Πηλεὺς καὶ Θέτις ἐν τοῖς γάμοις ἀγαθὰς περὶ τῆς εὐτυχίας ἐλπίδας εἶχον. Διὸ ἐν τῷ δώματι κόσμον λᾳμπρὸν κατεσκεύαζον καὶ τοὺς τῆς Φθίας κατοίκους ὡς καὶ τοὺς θεοὺς ἐδέχοντο πλὴν τῆς ῎Εριδος.
Προσέρχονται οὖν οἱ μὲν θεοὶ σὺν θώραξι καὶ ἀσπίσι καὶ ἄλλοις ὅπλοις λαμπροῖς εἰς τὸ δῶμα, οἱ δὲ κάτοικοι μετὰ τῶν παίδων εἰς τὴν αὐλὴν τῶν βασιλείων μένουσιν. ῾Η θεὰ δ’ ὅμως ῎Ερις ὀργίζεται καὶ ἐν μέσῳ τῷ δώματι μῆλον ῥίπτει. Επιγραφὴ δ’ ἐπ’ αὐτοῦ ἦν « τῆ καλλίστη ».
Εν ταῖς θεαῖς ἦσαν ἡ ῞Ηρα, ἡ Ἀθηνᾶ⁷ και η Ἀφροδιτη. Τούτων ἡ μὲν ῞Ηρα τῆ σεμνότητι τῶν ἄλλων διέφερεν, ἡ Ἀθηνᾶ τῆ τῶν γραμμάτων σοφίᾳ καὶ τῇ ὁπλίσει ὑπερεῖχεν, ἡ δ’ Ἀφροδίτη τῇ τῆς ἐσθῆτος πολυτελείᾳ καὶ τῇ τοῦ σώματος χάριτι τὰς ἄλλας ὑπερέβαλλεν.
Αὗται οὖν περὶ τοῦ μήλου ἤριζον καὶ τὴν τῆς ἑορτῆς φαιδρότητα διέλυον. Τέλος Πάριδι τῷ τοῦ Πριάμου ἐπιτρέπουσι τὴν κρίσιν καὶ λέγουσιν· «῏Ω Πάρι, ἐπιτρέπομέν σοι τὴν κρίσιν περὶ τῆς καλλίστης». Οὗτος δὲ θαυμόζει μὲν τῆς ῞Ηρας τὸ σχῆμα καὶ τῆς Ἀθηνᾶς τὴν ἀσπίδα καὶ κόρυν, προσφέρει δὲ τὸ μῆλον τῆ Ἀφροδίτη.

ΠΑ͂Ν ΜΈΤΡΟΝ ἌΡΙΣΤΟΝ
῎Εστι παροιμία. ῎Εστε ἐγκρατείς καὶ μηδὲν ἄγαν πράττετε· ἡ γὰρ ὑπερβολὴ τοῖς ἀνθρώποις ἀεὶ λύπην παρέχει. Τὴν μετρίαν δίαιταν διώξατε. η γαρ ακολασια ταύτης πολλών κακῶν αἰτία ἐστίν. Ἄγε δή, ὦ φίλε, κάτεχε πεῖναν καὶ δίψαν καὶ φεῦγε τὰς ἄλλας ἐπιθυμίας· πολλοὶ γὰρ ἐν μεσταῖς τραπέζαις διεφθείρουσι δίψαν ἐσθλῶν ἔργων. Εἰ δὲ δόξαν καὶ τιμὴν διώκεις, ἡ τόλμη μὴ ἀρχέτω σωφροσύνης. Θαύμασον δὲ καὶ τοὺς τὴν φιλαργυρίαν φεύγοντας· λέγουσι γὰρ ταύτην ῥίζαν τῶν ἀδικιῶν εἶναι. Γυμνάσατε τό τε σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν ἐπ’ ἀρετὴν καὶ ἀποβλέψατε πρὸς τοὺς ἐν μετρίᾳ διαίτη διάγοντας. Μάλιστα δὲ οἱ λόγοι μέτρον ἐχόντων καὶ φευγόντων τὴν ὑπερβολήν· ἡ γὰρ τῆς γλώττης ἀκολασία πολλοῖς λύπην καὶ αἰσχύνην φέρει. ῎Ισθι οὖν φιλαλήθης, ὦ φίλε, καὶ μὴ πολλὰ λέγε, ἀλλὰ καλά· οὐ γὰρ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ’ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ. Ὀρθῶς δ’ ἔτι καὶ νῦν ἔχει ὁ λόγος· « ῾Η γλῶττα πολλῶν ἐστι κακῶν αἰτία ».

ΦΑΈΘΩΝ.
῞Ηλιος ἐτέκνωσε Φαέθοντα, ὃς περὶ πᾶν μὲν ἐτόλμα, οὐδενὸς δ’ ἀπὸ παιδικῆς ἡλικίας ἡττᾶτο. ῞Οτε Φαὲθων νεανίας ἐγένετο, ὁρῶν τὸν πατέρα ἐπὶ τεθρίππου ὀχούμενον καὶ διὰ τοῦτο ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων τιμώμενον ἱκέτευσε μίαν ἡμέραν παραχωρῆσαι αὐτῷ τὸ ἅρμα· οὕτω γὰρ ἤλπιζεν εὐδοκιμήσειν παρὰ τοῖς ἀνθρώποις. ῾Ο δὲ πατὴρ πρῶτον μὲν ὤκνει παραχωρῆσαι τοῦτο τῷ υἱῷ, ὕστερον δ, ἐπεὶ οὗτος ᾒτιζε, συνεχώρησεν αὐτῷ, καίπερ εἰδὼς ὅτι ὁ υἱὸς θανατᾷ.
Επεὶ οὖν Φαέθων ἀνέβη ἐπὶ τοῦ τεθρίππου, ἤλαυνε μὲν αὐτὸς ἀνειμένως, οἱ δ’ ἵπποι γνόντες ὅτι οὐ δουλεύουσι ῾Ηλίῳ, ἐξηνέχθησαν τῆς ὁδοῦ. Καὶ τὸν μὲν πρῶτον πλανώμενοι κατὰ τὸν οὐρανὸν ἐπύρωσαν αὐτόν, εἶτα δὲ πελάσαντες τῇ γῇ ἐλυμήναντο αὐτὴν κατακαίοντες τοὺς ἀγρούς. Διὸ Ζεὺς ὀργισθεὶς Φαέθοντα μὲν ἐκεραύνωσε, τὸν δ’ ῞Ηλιον ἐπὶ τὴν συνήθη πορείαν ἀποκατέστησεν. ῾Ὁ δὲ πατὴρ οἰμώζων καὶ στεναχίζων ἐπὶ τῇ τοῦ υἱοῦ ἀπωλείᾳ ἔλεγεν· « Οἴμοι, ὅτι τοιούτου υἱοῦ ἀποστέρομαι ».





ἈΝῊΡ ΚΟΜΠΑΣΤῊΣ
Ἀνὴρ ἐπ’ ἀναδρίᾳ ἑκάστοτε ὑπὸ τῶν πολιτῶν ὀνειδιζόμενος ἀπεδήμησεν ἐκ τῆς πόλεως.
Μετὰ δὲ διετίαν ἐπανελθὼν ἀλαζονείαν τοῖς πολίταις, ἐπεδείκνυ· ἔλεγε γὰρ ὅτι διὰ μὲν δικαιοσύνην καὶ σωφροσύνην καὶ εὐσέβειαν μέγα ἐν τῆ ξένῃ ἐτιμᾶτο, ἐν ῾Ρόδῳ δὲ κερδοσύνην τὴν μεγάλην εὔνοιαν τοῦ πλήθους ἐκτήσατο, ὅτι ταχυτῆτα ἐν τῷ δρόμῳ ἐπεδείξατο ἐξαίρετον, βάρος δ’ ἦρε μέγα, πήδημα δ’ ἥλατο τοσοῦτον, ὥστε μηδένα τῶν ὀλυμπιονικῶν ἐφικέσθαι, Ὅτι δὲ τὴν ἀλήθειαν ἔλεγε μάρτυρας ἔφαινε τοὺς, παρατυχόντας ἐν Ρόδῳ.
Τῶν παρόντων μέντοι τις τὴν μωρίαν τοῦ ἀνδρὸς οὐκ ἀνεχόμενος λέγει· « Εἰ τὴν ἀλήθειαν λέγεις καὶ ἐπ’ ἀρετῇ ἀξίαν ἐκτήσω ἐν τῄ ξένῃ, οὐδεμία ἔνδεια μαρτύρων ἐστίν. Ιδοὺ ἡ Ρόδος καὶ τὸ πήδημα ».

ΕΝΔΙΑΦΈΡΟΥΣΑΙ ΓΝΩ͂ΜΑΙ
Ὁ βασιλεὺς τῶν Αἰθιόπων ἐρωτηθείς ποτε, τὶ εἶναι τὸ παλαιότερον απ’ ὅλα, τὸ ὡραιότερον, τὸ σοφώτερον, τὸ κοινότερον, τὸ ὠφελιμώτερον, τὸ βλαβερώτερον καὶ τὸ εὐκολώτερον ἔλεγεν. « Τὸ παλαιότερον ἀπ’ ὅλα εἶναι ὁ χρόνος, διότι οὐδεὶς πρὸ αὐτοῦ ὑπῆρχε. Τὸ μεγαλύτερον ὁ κόσμος, τὸ σοφώτερον ἡ ἀλήθεια, διότι οὐδὲν εἶναι πολυτιμότερον ἀπ’ αὐτήν. Τὸ ὡραιότερον τὸ φῶς, τὸ κοινότερον ὁ θάνατος, τὸ ὠφελιμώτερον ὁ Θεός, διότι αὐτὸς μόνον παρέχει τὰ εὐχαριστότατα εἰς τὸν ἄνθρωπον. Τὸ βλαβερώτερον δ’ ὅλων ὁ κακὸς δαίμων καὶ τὸ εὐχαριστότατον τὸ γλυκύ ».
Θαλῆς ὅμως ὁ Μιλήσιος ἀπεκρίνατο ὡς ἑξῆς. « Ὁ θεός εἶναι ὁ παλαιότερος ὅλων, διότι εἶναι ἀγέννητος, ὁ κόσμος τὸ μεγαλύτερον, ὁ χρόνος τὸ σοφώτερον, διότι ὅλα ἀποκαλύπτει, ἡ ἐλπὶς τὸ κοινότερον, ἡ ἀρετὴ τὸ ὠφελιμώτερον, ἡ κακία τὸ βλαβερώτερον, ἡ ἀνάγκη τὸ ἰσχυρότερον, διότι ὅλοι ὑποχωροῦν εἰς αὐτήν, τὸ δὲ εὐκολώτερον τὸ κατὰ φύσιν ζῆν».





ΣΥΜΒΟΥΛΑῚ ΠΡῸΣ ΝΈΟΥΣ.
Εἴθε νὰ εἶσαι φιλομαθης. Εὰν εἶσαι τοιοῦτος, θὰ γίνῃς πολυμαθής Εἶθε νὰ διαφυλάξῃς μὲ μελέτας, ὅσα γνωρίζεις. Ὅσα δὲ δὲν ἔχεις μάθει, νὰ ἀποκτᾷς με γνώσεις εἶναι εξ ἴσου ἄσχημον νὰ μὴ μαθαίνῃς λόγον, τὸν ὁποῖον ἤθελες ἀκούσει⁷, καὶ νὰ μὴ δέχεσαι καλόν, ποὺ θὰ σοῦ προσέφερον φίλοι. Νὰ ἐξοδεύῃς τὸν καιρὸν εἰς τὸ νὰ ἀκούῃς λόγους παρ’ ἄλλων· διότι ἔτσι θὰ δυνηθῇς νὰ μανθάνῃς εὐκόλως, ὅσα οἱ ἄλλοι δυσκόλως ἔχουν εὕρει. Νὰ νομίζῃς ὅτι πολλὰ τῶν ἀκουσμάτων εἶναι πολυτιμότερα ἀπὸ χρήματα· διότι αὐτὰ μὲν γρήγορα σὲ ἀφήνουν, ἐκεῖνα δὲ ὅλον τὸν καιρὸν παραμένουν. Μὴ κουράζεσαι νὰ βαδίζῃς μακρὸν δρόμον πρὸς ἐκείνους, ποὺ ὑπόσχονται ὅτι διδάσκουν χρήσιμόν τι, διότι εἶναι ἐντροπὴ οἱ μὲν ἔμποροι νὰ περνοῦν τόσα πελάγη διὰ νὰ αὐξήσουν τὴν περιουσίαν καὶ νὰ κάμουν αὐτὴν περισσοτέραν, οἱ δὲ νεώτεροι νὰ μὴ ὑπομένουν τὴν κατὰ ξηρὰν πορείαν, διὰ νὰ ἐπιτύχουν παιδείαν καλυτέραν.

ΗΡΑΚΛΗ͂Σ ΚΑῚ ἈΘΗΝΑ
Ὁ Ἡρακλῆς ἐβάδιζε διὰ στενοῦ δρόμου διευθυνόμενος πρὸς λειμῶνα, ὁ ὁποῖος ἦτο γεμᾶτος ἀπὸ ἀμυγδαλιὲς καὶ συκιές. Εκράτει δὲ εἰς τὰς χέρια του ῥόπαλον σιδερένιο μὲ ἀργυρᾶ καρφιὰ στολισμένο. Αἴφνης βλέπει ἐπὶ τῆς γῆς κάτι ὅμοιον μὲ μῆλον χρυσοῦν καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸ σπάσῃ. Ὅτε ὅμως εἶδεν ὅτι αὐτὸ ἐγίνετο δύο καὶ τρεῖς φορὰς μεγαλύτερον, ἐκτύπα ἀκόμη περισσότερον μὲ τὸ σιδερένιο ῥόπαλον. Τοῦτο ὅμως ἐφούσκωνε καὶ ἔφραζε τὸν δρόμον. Δι’ αὐτό ὁ Ἡρακλῆς παρεξενεύετο πολύ. Αἴφνης παρουσιάζεται ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ, ἡ ὁποία ἦτο εὐνοϊκὴ πρὸς αὐτόν, καὶ τοῦ λέγει· « Παῦσε, ἀδελφέ. Αὐτὸ τὸ χρυσοῦν μῆλον εἶναι φιλονεικία καὶ ἔρις. Ἄν τις ἀδιαφορήσῃ, μένει, ὅπως ἦτο, ἂν δέ τις τὸ κτυπᾷ, ἐξογκώνεται ».

Ὁ ὍΡΚΟΣ ΤΩ͂Ν ῾ΕΛΛΉΝΩΝ ΠΡῸ ΤΗ͂Σ ΜΆΧΗΣ ΤΩ͂Ν ΠΛΑΤΑΙΕκεῖνο τὸ ὁποῖον συγκρατεῖ τὴν Πολιτείαν, εἶναι ὁ ὅρκος. Διὰ τοῦτο τὸν ἑξῆς ὅρκον οἱ ῞Ελληνες ἔδοσαν εἰς τὰς Πλαταιάς, ὅτε ἐπρόκειτο νὰ μάχωνται εἰς παράταξιν ἐναντίον τῆς δυνάμεως τοῦ Ξέρξου· « Δὲν θὰ προτιμήσω τὴν ζωὴν ἀπὸ τὴν ἐλευθερίαν, οὔτε θὰ ἐγκαταλείψω τοὺς ἀρχηγοὺς οὔτε ζωντανοὺς οὔτε σκοτωμένους, ἀλλὰ θὰ θάψω ὅλους, ὅσοι συναποθάνουν εἰς τὴν μάχην. Ἄν νικήσω τοὺς βαρβάρους, καμμίαν πόλιν ἀπὸ ἐκείνας, ποὺ συνηγωνίσθησαν ὑπὲρ τῆς ῾Ελλάδος, δὲν θὰ ἀφήσω νὰ καταστραφῇ, ἐκείνας δέ, ποὺ πῆγαν μὲ τὸ μέρος τῶν βαρβάρων, θὰ τὰς καταστρέψω. Ἀπὸ τοὺς ναούς, ποὺ ἐκάησαν καὶ κατεδαφίσθησαν ἀπὸ τοὺς βαρβάρους, κανένα δὲν θὰ ἀνοικοδομήσω, ἀλλὰ θὰ τοὺς ἀφήσω νὰ μένουν ὡς ὑπόμνησις εἰς τὰς ἐπεῥχομένας γενεὰς τῆς ἀσεβείας τῶν βαρβάρων». Τόσον δὲ πολὺ ἔμειναν πιστοὶ εἰς τὸν ὅρκον αὐτόν, ὥστε καὶ τὴν εὔνοιαν τῶν θεῶν εἶχον συμβοηθόν.

ΕΠΊΔΡΑΣΙΣ ΤΗ͂Σ ἈΓΩΓΗ͂Λυκοῦργος ὁ νομοθέτης τῶν Λακεδαιμονίων θέλων νὰ δώση ἀπόδειξι τῆς ἀξίας τῆς διαπαιδαγωγήσεως τῶν νέων ἔκαμε τὸ ἑξῆς πείραμα. ῎Ελαβε δύο σκύλακας ἀπὸ τοὺς ἰδίους γονεῖς καὶ παρήγγειλεν εἰς τὸν ὑπηρέτην νὰ μή τοὺς ἀναθρέψῃ κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον. ῾Ο δὲ διατρέφων αὐτοὺς σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόδειξιν τοῦ ἄρχοντος κατέστησε τὸν μὲν ἕνα λαίμαργον, τὸν δ’ ἄλλον ἄριστον ἀνιχνευτὴν καὶ κυνηγόν. ῎Επειτα ὁ Λυκοῦργος συνεκάλεσε τοὺς Λακεδαιμονίους εἰς συνέλευσιν καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· « ῏Ω ἄνδρες Λακεδαιμόνιοι, αἱ μέθοδοι τῆς ἐκπαιδεύσεως καὶ τῆς διαπαιδαγωγήσεως.καὶ αἱ διδασκαλίαι δύνανται καὶ τὴν φύσιν νὰ μεταβάλουν· αἱ συνήθειαι εἶναι δευτέρα φύσις ». Καὶ ἀμέσως ὁ ὑπηρέτης, ὁ ὁποῖος εἶχε τοποθετήσει ἔμπροσθεν τῶν σκύλων μίαν γαβάθανκαὶ ἕνα λαγόν, τοὺς ἔλυσεν. Αμέσως ὁ μὲν ἕνας ὥρμησε πρὸς τὸν λαγόν, ὁ δὲ ἄλλος ἐρρίφθη μὲ ἀπληστίαν εἰς τὴν γαβάθαν. Επειδὴ δὲ οἱ Λακεδαιμόνιοι ἀποροῦσαν καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν τὴν σημασίαν αὐτῶν, ὁ Λυκοῦργος εἶπεν· «Αὐτὰ τὰ δύο σκυλιά, ἂν καὶ εἶναι τῆς αὐτῆς καταγωγῆς, ἔτυχον διαφόρου ἀνατροφῆς, ἀλλὰ τὸ μὲ ἕν ἔγινε λαίμαργον, τὸ δὲ ἄλλο ὑπόδειγμα κυνηγετικοῦ σκυλιοῦ ». 
Print Friendly and PDF

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προσθέστε το σχόλιό σας!!! Πείτε μας ότι θέλετε!

Σκάστε τις φούσκες!