Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Η μελωδία των πραγμάτων.



Ολοφώτεινες σκέψεις του Ράινερ Μαρία Ρίλκε για την άφατη καθημερινότητα.

Μπορεί να μην πετάμε τη σκούφια μας -αν έχουμε- για την τέχνη, για τις μεγάλες δημιουργίες ή για τις μυήσεις στην ανωτερότητα, αλλά οι ιδιάζουσες φωνές, θέλουμε δεν θέλουμε, αποκλείεται να μας αφήσουν αδιάφορους. Τρόπος του λέγειν βέβαια, διότι η τύχη ενός εκάστου μέσα στο ανθρωπομάνι δεν κατέχει δική της σφραγίδα, δεν είναι...... καταγεγραμμένη σε κάποιο αόρατο και δυσεύρετο κιτάπι - απεναντίας γράφεται και ξεγράφεται αενάως καθώς «χτυπάμε στα τυφλά γύρω μας», παρά το γεγονός ότι έχουμε την αυταπάτη πως ελέγχουμε την κατάσταση, πως ξέρουμε απέξω κι ανακατωτά τον εαυτό μας και τον απαγγέλλουμε σαν τετράστιχο. Κατά συνέπεια, έχουν κάποιο δίκιο όσοι διατείνονται ότι το εγώ, ο περίφημος εαυτός, δεν αποτελεί δεδομένο παρά επώδυνη ευρεσιτεχνία, αυτοανακάλυψη που συχνά γειτονεύει με την παράνοια και το ακατόρθωτο. Άλλο πράγμα είναι «να κεντάς με μετάξι» το σώψυχό σου και άλλο, ριζικά διαφορετικό, να το χαζοκεντάς με κοινό μαλλί.

Επειδή όλα τα μαθαίνουμε κατά κανόνα από την εύκολη μεριά τους, τελικά η σχέση με τη ζωή υποκύπτει σε φτηνές συμφωνίες με τη συνήθεια, η οποία είναι τετραπέρατη μεν, αλλά μοιάζει με τυφλοσούρτη ο οποίος ευνοεί μονίμως την ήσσονα προσπάθεια. Η καθημερινότητα αρέσκεται στα μικρά έξοδα, κόβει δρόμο και γίνεται -ο μη γένοιτο- επαγγελματίας της ζωής, οπότε ακόμη και οι μικροί παράδεισοι σαν το κάπνισμα ή τη ντόλτσε φαρνιέντε (τη γλυκιά απραξία) αποκτούν κύρος βιοθεωρίας. Ο μικρόκοσμος κυριαρχεί και φυλάει καλά τα σύνορά του. Αλλά υπάρχει και η δύσκολη μεριά.
 Σε ένα μικρό βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα (Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Μικρά δοκίμια για την τέχνη,) ο αναγνώστης δεν χρειάζεται να είναι ερασιτέχνης (έρως+τέχνη) για να δανειστεί κάποιες σκέψεις. Ούτε απαιτείται κάποια σοφολογιότατη προπαιδεία για να το διεξέλθει όχι ξεφυλλίζοντας, παρά κάνοντας τον γύρο της συνείδησής του με άλλον τρόπο.

Τι κάνουν συνήθως δύο άνθρωποι;
«Με λέξεις και χειρονομίες προσπαθούν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον. Σχεδόν στραμπουλάνε τα χέρια τους, γιατί οι κινήσεις τους δεν είναι αρκετά πλατιές. Καταβάλλουν αμέτρητες προσπάθειες, πετώντας κουβέντες αναμεταξύ τους, αλλά είναι πραγματικά κακοί παίκτες και δεν κατορθώνουν να πιάσουν την πάσα. Και έτσι περνάει ο καιρός, σκύβοντας και ψάχνοντας για το τόπι - ακριβώς όπως και στη ζωή». «Τυχαίνει, μάλιστα, δύο άνθρωποι να πηδήσουν ταυτόχρονα ο ένας προς τον άλλον, να συναντηθούν μονάχα στον αέρα και ύστερα από όλη αυτή την προσπάθεια να βρεθούν το ίδιο μακριά -όσο πρωτύτερα- ο ένας από τον άλλον». «Εάν συναντηθούν δύο ή τρεις άνθρωποι, δεν σημαίνει κιόλας ότι θα κάνουν συντροφιά. Είναι σαν μαριονέτες που τις κινούν διαφορετικά χέρια. Μόνο όταν το ίδιο χέρι πιάσει όλα τα νήματα αποκτούν κάτι κοινό, που τους ωθεί είτε να υποκλιθούν είτε να ριχτούν ο ένας στον άλλον. Η δύναμή τους ενοικεί και αυτή εκεί, στο κυρίαρχο χέρι, όπου σταματούν τα νήματα».

Ο Ρίλκε, όπως γνωρίζουμε, ήταν μύστης της ποιητικής τέχνης (την οποία θεωρούσε μέσο και όχι σκοπό), κατά συνέπεια επιμένει ψυχαναγκαστικά στο τρίτο στοιχείο. Όπως για να ιδωθούν δύο άνθρωποι χρειάζεται ένα τρίτο στοιχείο (το φως ή η γλώσσα), για να κοινωνήσουν τα εγώ τους απαιτείται ένας «άλλος» παράγοντας: ο πόνος, η ομορφιά, το τοπίο, το Είναι, ο Θεός, το άπειρο. Για να μη ναυαγούμε όμως στα μεγάλα λόγια, αρκεί να παραθέσουμε τα δικά του παραδείγματα. «Είτε σε περιβάλλει το τραγούδι του φαναριού είτε η φωνή της θύελλας, πάντοτε αγρυπνά πίσω σου μια πλατιά μελωδία, υφασμένη με χίλιες φωνές, και μέσα σε αυτήν υπάρχει κάπου χώρος για το δικό σου σόλο. Το να γνωρίζεις πότε ήρθε η σειρά σου να τραγουδήσεις, αυτό είναι το μυστικό της δικής σου μοναξιάς· αυτή είναι και η τέχνη των αληθινών συναναστροφών: από τιςμεγαλόστομες λέξεις να αφεθείς σε μια κοινή μελωδία». Τι κάνουν οι συγγενείς που συναντήθηκαν στο νεκροκρέβατο ενός αγαπημένου προσώπου; Ο ένας ζει μέσα σε τούτη τη βαθιά ανάμνηση, ο άλλος στην άλλη. Λόγια, χειρονομίες, χειραψίες· ώσπου «απλώνεται πίσω τους ο πόνος. Κάθονται λοιπόν, χαμηλώνουν τα μέτωπά τους και σιωπούν. Ακούγεται τότε ένα θρόισμα, όπως ο αέρας μέσα στο δάσος. Και τότε έρχονται κοντά όσο ποτέ άλλοτε».

Όταν ο Ρίλκε συμπεραίνει ότι η ρίζα δεν βλέπει τους καρπούς, εντούτοις δεν παύει να τους θρέφει· όταν στη συνάντηση δύο ανθρώπων διακρίνει (χωρίς να φαίνεται) τον βωμό όπου καίει η φωτιά αντανακλώντας στα πρόσωπά τους, ουσιαστικά αποδίδει το πλέον κοινό βίωμα με έναν απαράμιλλο τρόπο. Η στροφή προς το καθημερινό άφατο, προς τη μελωδία των πραγμάτων και όχι προς τα πράγματα, προς το τοπίο και προς τη νύχτα, με έναν λόγο προς ένα στοιχείο στο οποίο ανήκεις χωρίς να το ελέγχεις, τον κάνει -πάντα από τον φόβο ότι δεν θα γίνει κατανοητός- να δοξολογήσει την παιδική ηλικία, όπου αυτό το στοιχείο εμφανίζεται αλώβητο.

«Η παιδική ηλικία είναι το βασίλειο της μεγάλης δικαιοσύνης και της βαθιάς αγάπης. Στα χέρια ενός παιδιού κανένα πράγμα δεν είναι σπουδαιότερο από κάποιο άλλο. Παίζει με μια χρυσή καρφίτσα ή με ένα λευκό λουλούδι. Δεν έχει φόβο της απώλειας. Για το παιδί ο κόσμος εξακολουθεί να είναι το όμορφο δοχείο μέσα στο οποίο δεν χάνεται τίποτα. Δεν αναγκάζει τα πράγματα να εγκατασταθούν κάπου. Τα αφήνει να διαβούν μέσα από τα χέρια του σαν αγέλη σκοτεινών νομάδων που περνούν κάτω από μιαν αψίδα θριάμβου. Για λίγο φωτίζονται μέσα στην αγάπη του και έπειτα σκοτεινιάζουν ξανά· ό,τι φωτίστηκε μέσα στην αγάπη του παραμένει εντός της σαν εικόνα που δεν πρόκειται να χαθεί».

_________________________

~ Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Μικρά δοκίμια για την τέχνη,
πηγη
Print Friendly and PDF

Σκάστε τις φούσκες!