Ο καινούργιος τρόπος να χάνεις κιλά είναι ο πιο παλιός...
Γιατί αποτυγχάνουν οι περισσότερες προσπάθειες μας να αδυνατίσουμε; Γιατί, φυσικά, πεινάμε. Κάθε δίαιτα που περιορίζει τη διατροφή μας αφήνει ένα μεγάλο κενό στο στομάχι. Γι' αυτό όσοι θέλουν να αδυνατίσουν δεν πηγαίνουν πια σε διαιτολόγο αλλά ...παρακολουθούν τα σεμινάρια της δρ. Μισέλ Μέι στο εργαστήρι «Am I Hungry». «Το να προσφέρουμε καύσιμα στον οργανισμό μας είναι ένα από τα βασικά μας ένστικτα. Όταν ήμασταν μωρά εμπιστευόμασταν την πείνα μας για να επιβιώσουμε όμως μεγαλώνοντας παρεμβάλλονται πολλοί παράγοντες που δεν μας αφήνουν να ακούμε τη φυσική πείνα του οργανισμού. Από τον τρόπο που μεγαλώσαμε μέχρι τη διαφήμιση. Το να μένουμε αδύνατοι δεν εξαρτάται ούτε από τη θέληση μας, ούτε από το μεταβολισμό, ούτε καν από τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε το φαγητό. Για την ακρίβεια, δεν χρειάζεται να σκεφτόμαστε καθόλου το φαγητό. Μόνο όταν πεινάμε». Έτσι, λοιπόν, εξηγείται και η αύξηση του βάρους. «Τα καύσιμα που τρώμε όταν δεν πεινάμε, δηλαδή η ενέργεια που δεν χρειαζόμαστε, είναι αυτά που καταλήγουν να αποθηκευτούν σαν περιττό βάρος στο σώμα».
Η καινούργια τάση είναι η «ενστικτώδης πείνα». Όταν τρώει κανείς ενστικτωδώς και εμπιστεύεται το σώμα του για να τον ταΐσει, δεν είναι πια υποδουλωμένος στην έμμονη ιδέα του φαγητού και της δίαιτας. «Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν κάνουμε συνειδητές διατροφικές επιλογές» λέει η δρ. Μέι. «Αλλά αν αρχίσουμε να τρώμε όταν πεινάμε, να σταματάμε όταν χορταίνουμε και να ικανοποιούμε τις άλλες ανάγκες μας με άλλους τρόπους, τότε το φαγητό δεν είναι πια στο επίκεντρο της ύπαρξης. Το σκεφτόμαστε λιγότερο και είμαστε περισσότερο ελεύθεροι να ζήσουμε την αληθινή ζωή».
Πότε πεινάμε αληθινά: Δεν είναι εύκολο να το ξεχωρίσουμε. Στο βιβλίο του Τhe Raw Secrets ο Φρεντερίκ Πατενόντ, σεφ της ωμοφαγίας, παραθέτει τα σημάδια: Στην αληθινή πείνα το στομάχι μας τραβιέται, το στόμα εκκρίνει σάλιο, η διάθεση μας είναι καλή και η πείνα επιμένει ακόμη και αν περιμένουμε για ώρα. Στην παραπλανητική πείνα το στομάχι γουργουρίζει, το στόμα είναι στεγνό, η αναπνοή μυρίζει άσχημα, έχουμε πονοκεφάλους, κράμπες στο στομάχι, νιώθουμε ναυτία, έχουμε κακή διάθεση και με το πέρασμα της ώρας η πείνα εξαφανίζεται. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως η αληθινή πείνα δεν προκαλεί πόνο ή ενόχληση. Ένα υγιές άτομο μπορεί να παραλείψει ένα, ακόμη και δύο γεύματα χωρίς να νιώσει εξάντληση. Η αδυναμία, οι πονοκέφαλοι ή οι λιποθυμικές τάσεις που νιώθει κάποιος όταν έχει πολλή ώρα να φάει προκαλούνται από το στερητικό σύνδρομο που νιώθει εξαιτίας της έλλειψης των συγκεκριμένων εθιστικών ουσιών. Για να καταφέρνουμε να τρώμε μόνο όταν πεινάμε αληθινά πρέπει πριν από κάθε επιδρομή στο ψυγείο να αναρωτιόμαστε. «Είμαι αληθινά πεινασμένος;». Αν δεν είμαστε σίγουροι ή αν από το προηγούμενο γεύμα έχει περάσει μόνο λίγη ώρα τότε το πιθανότερο είναι πως η πείνα που νιώθουμε δεν είναι πραγματική. Σε αυτήν την περίπτωση το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να πάμε μια βόλτα, να διαβάσουμε ή να τηλεφωνήσουμε σε έναν φίλο και σε λιγότερο από μια ώρα η πείνα θα μας έχει περάσει.
Πότε πεινάμε για λάθος λόγους: H συνήθεια να καταφεύγουμε στο φαγητό για συναισθηματικούς λόγους αποδίδεται από πολλούς ψυχολόγους στις πρώτες εμπειρίες που έχουμε όλοι σαν παιδιά. Όταν ήμασταν μωρά και η μητέρα απαντούσε στο κλάμα μας με τον θηλασμό ή όταν μας επιβράβευαν για μια καλή μας πράξη με ένα λαχταριστό παγωτό. Με το φαγητό, υποστηρίζουν, προσπαθούμε να ανακαλέσουμε αυτά τα θετικά συναισθήματα που βιώναμε τότε. Σε έρευνα της Priory Clinic που διεξήχθη στην Μεγάλη Βρετανία το 40% των ενηλίκων παραδέχτηκε πως κάθε φορά που αισθάνεται θλιμμένο ή αγχωμένο, καταφεύγει στο φαγητό ενώ το θέμα αφορά και αρκετούς επωνύμους. Δυστυχώς το φαγητό για παρηγοριά δεν μπορεί να μας προσφέρει την παρηγοριά που ζητάμε. Μελέτες απέδειξαν πως οι απότομες αυξομειώσεις στο ζάχαρο αίματος, που δημιουργούνται από το ακατάστατο φαγητό συχνά προκαλούν κούραση και νευρικότητα που με την σειρά της δημιουργεί στρες και ενισχύει έναν φαύλο κύκλο. Η ευφορία που μας χαρίζει το φαγητό διαρκεί μόνο όσο χρειάζεται η τροφή για να κατέβει στο στομάχι μας. Αμέσως μετά τα αρνητικά συναισθήματα και η παραπλανητική πείνα μας θα επιστρέψουν δριμύτερα.
Πότε πρέπει να σταματάμε: Στο δυτικό κόσμο τρώμε μέχρι να σκάσουμε, όμως οι ανατολίτικες κουλτούρες έχουν πιο σοβαρή άποψη για το θέμα: σταματάμε το φαγητό πριν νιώσουμε το αίσθημα του κορεσμού. Οι Γιαπωνέζοι, μάλιστα, έχουν μία παροιμία («χάρα- χάτσι- μπου») που λέει στους ανθρώπους να σταματάνε όταν είναι 80% γεμάτοι. Ο Μωάμεθ περιέγραψε το περιεχόμενο μιας γεμάτης κοιλιάς ως 1/3 φαγητό, 1/3 νερό και 1/3 αέρα. Συμβουλή: Για να πετύχει κανείς το σωστό σημείο κορεσμού, σηκώνεται από το τραπέζι όταν σταματήσει να πεινάει. Δεν περιμένει μέχρι να αισθανθεί γεμάτος.
Τι πρέπει να τρώμε: Η Σούζαν Κλάινερ, συγγραφέας του Good Mood Diet, προτείνει να εφαρμόσουμε στην πράξη ένα πρόγραμμα που θα μας βοηθήσει να νιώσουμε καλύτερα ώστε να πεινάμε λιγότερο: «Η μεγαλύτερη διατροφική αλλαγή που πρέπει να κάνει κανείς σε καθημερινή βάση είναι η προσθήκη πρωτεΐνης στο δεκατιανό, όπως αυγό ή αλλαντικά από πουλερικά. Η πρωτεΐνη βοηθάει στην αύξηση των επιπέδων της σεροτονίνης στον εγκέφαλο, ενός νευροδιαβιβαστή που βελτιώνει τη διάθεση και βοηθάει στην ψυχραιμία υπό συνθήκες πίεσης. Εξασφαλίζουμε πολλά και μικρά γεύματα καθώς το μάσημα και η κατάποση δίνουν το μήνυμα της παρουσίας τροφής στον εγκέφαλο, γεγονός που συνδέεται με αντίστοιχες εκκρίσεις ορμονών που δρουν καταπραϋντικά. Παράλληλα, αναπληρώνονται τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα και ακολούθως πραγματοποιούνται μια σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις που δημιουργούν αίσθημα ευφορίας και πλήρωσης». Συγχρόνως όμως χρειάζεται και αερόβια γυμναστική, για παράδειγμα 30 λεπτά στο διάδρομο τρεις φορές την εβδομάδα. Καθώς βοηθάει στην απελευθέρωση των ενδορφινών, οι οποίες ονομάζονται και «ορμόνες της ευτυχίας», ανεβάζει τη διάθεση. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της άσκησης μειώνονται τα επίπεδα της κορτιζόλης στο αίμα, της ορμόνης που παράγεται εξαιτίας του στρες και θεωρείται ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της κατάθλιψης».
Μήπως για όλα φταίει η ορμόνη της πείνας; Οι πιο πρόσφατες έρευνες στα επιστημονικά εργαστήρια δείχνουν ότι η αύξηση των επίπεδων της γρελίνης στο αίμα, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο ψυγείο. Σε ένα πείραμα που διεξήγαγε ο Δρ. Ντέιβιντ Κάμινγκς, καθηγητής ενδοκρινολογίας του Πανεπιστημίου της Γουόσιγκτον, φάνηκε ότι μία ένεση με γρελίνη πριν το γεύμα αύξανε την πρόσληψη του φαγητού κατά 30% σε σχέση με τα γεύματα που συνήθιζαν οι συμμετέχοντες στην έρευνα. Οι έρευνες τώρα στρέφονται στην εξεύρεση μηχανισμών που θα εμποδίζουν την έκκριση της ορμόνης της πείνας. Οι φαρμακευτικές εταιρείες επενδύουν μεγάλα ποσά στην εφεύρεση ενός φαρμάκου που θα αναστέλλει τη λειτουργία της γρελίνης κι έτσι θα κάνει το σώμα να μη νιώθει πείνα. Πρόκειται για ένα εμβόλιο, το οποίο βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της ανάπτυξης, το οποίο αλλάζει τον τρόπο που αντιδρά το σώμα στη γρελίνη. Ενώ, δηλαδή, η ορμόνη εξακολουθεί να εκκρίνεται, ο εγκέφαλος παύει να νιώθει το αίσθημα της πείνας. Το εμβόλιο αυτό αναμένεται να είναι ένα πολύ σημαντικό όπλο κατά της παχυσαρκίας.
Γιατί αποτυγχάνουν οι περισσότερες προσπάθειες μας να αδυνατίσουμε; Γιατί, φυσικά, πεινάμε. Κάθε δίαιτα που περιορίζει τη διατροφή μας αφήνει ένα μεγάλο κενό στο στομάχι. Γι' αυτό όσοι θέλουν να αδυνατίσουν δεν πηγαίνουν πια σε διαιτολόγο αλλά ...παρακολουθούν τα σεμινάρια της δρ. Μισέλ Μέι στο εργαστήρι «Am I Hungry». «Το να προσφέρουμε καύσιμα στον οργανισμό μας είναι ένα από τα βασικά μας ένστικτα. Όταν ήμασταν μωρά εμπιστευόμασταν την πείνα μας για να επιβιώσουμε όμως μεγαλώνοντας παρεμβάλλονται πολλοί παράγοντες που δεν μας αφήνουν να ακούμε τη φυσική πείνα του οργανισμού. Από τον τρόπο που μεγαλώσαμε μέχρι τη διαφήμιση. Το να μένουμε αδύνατοι δεν εξαρτάται ούτε από τη θέληση μας, ούτε από το μεταβολισμό, ούτε καν από τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε το φαγητό. Για την ακρίβεια, δεν χρειάζεται να σκεφτόμαστε καθόλου το φαγητό. Μόνο όταν πεινάμε». Έτσι, λοιπόν, εξηγείται και η αύξηση του βάρους. «Τα καύσιμα που τρώμε όταν δεν πεινάμε, δηλαδή η ενέργεια που δεν χρειαζόμαστε, είναι αυτά που καταλήγουν να αποθηκευτούν σαν περιττό βάρος στο σώμα».
Η καινούργια τάση είναι η «ενστικτώδης πείνα». Όταν τρώει κανείς ενστικτωδώς και εμπιστεύεται το σώμα του για να τον ταΐσει, δεν είναι πια υποδουλωμένος στην έμμονη ιδέα του φαγητού και της δίαιτας. «Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν κάνουμε συνειδητές διατροφικές επιλογές» λέει η δρ. Μέι. «Αλλά αν αρχίσουμε να τρώμε όταν πεινάμε, να σταματάμε όταν χορταίνουμε και να ικανοποιούμε τις άλλες ανάγκες μας με άλλους τρόπους, τότε το φαγητό δεν είναι πια στο επίκεντρο της ύπαρξης. Το σκεφτόμαστε λιγότερο και είμαστε περισσότερο ελεύθεροι να ζήσουμε την αληθινή ζωή».
Πότε πεινάμε αληθινά: Δεν είναι εύκολο να το ξεχωρίσουμε. Στο βιβλίο του Τhe Raw Secrets ο Φρεντερίκ Πατενόντ, σεφ της ωμοφαγίας, παραθέτει τα σημάδια: Στην αληθινή πείνα το στομάχι μας τραβιέται, το στόμα εκκρίνει σάλιο, η διάθεση μας είναι καλή και η πείνα επιμένει ακόμη και αν περιμένουμε για ώρα. Στην παραπλανητική πείνα το στομάχι γουργουρίζει, το στόμα είναι στεγνό, η αναπνοή μυρίζει άσχημα, έχουμε πονοκεφάλους, κράμπες στο στομάχι, νιώθουμε ναυτία, έχουμε κακή διάθεση και με το πέρασμα της ώρας η πείνα εξαφανίζεται. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως η αληθινή πείνα δεν προκαλεί πόνο ή ενόχληση. Ένα υγιές άτομο μπορεί να παραλείψει ένα, ακόμη και δύο γεύματα χωρίς να νιώσει εξάντληση. Η αδυναμία, οι πονοκέφαλοι ή οι λιποθυμικές τάσεις που νιώθει κάποιος όταν έχει πολλή ώρα να φάει προκαλούνται από το στερητικό σύνδρομο που νιώθει εξαιτίας της έλλειψης των συγκεκριμένων εθιστικών ουσιών. Για να καταφέρνουμε να τρώμε μόνο όταν πεινάμε αληθινά πρέπει πριν από κάθε επιδρομή στο ψυγείο να αναρωτιόμαστε. «Είμαι αληθινά πεινασμένος;». Αν δεν είμαστε σίγουροι ή αν από το προηγούμενο γεύμα έχει περάσει μόνο λίγη ώρα τότε το πιθανότερο είναι πως η πείνα που νιώθουμε δεν είναι πραγματική. Σε αυτήν την περίπτωση το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να πάμε μια βόλτα, να διαβάσουμε ή να τηλεφωνήσουμε σε έναν φίλο και σε λιγότερο από μια ώρα η πείνα θα μας έχει περάσει.
Πότε πεινάμε για λάθος λόγους: H συνήθεια να καταφεύγουμε στο φαγητό για συναισθηματικούς λόγους αποδίδεται από πολλούς ψυχολόγους στις πρώτες εμπειρίες που έχουμε όλοι σαν παιδιά. Όταν ήμασταν μωρά και η μητέρα απαντούσε στο κλάμα μας με τον θηλασμό ή όταν μας επιβράβευαν για μια καλή μας πράξη με ένα λαχταριστό παγωτό. Με το φαγητό, υποστηρίζουν, προσπαθούμε να ανακαλέσουμε αυτά τα θετικά συναισθήματα που βιώναμε τότε. Σε έρευνα της Priory Clinic που διεξήχθη στην Μεγάλη Βρετανία το 40% των ενηλίκων παραδέχτηκε πως κάθε φορά που αισθάνεται θλιμμένο ή αγχωμένο, καταφεύγει στο φαγητό ενώ το θέμα αφορά και αρκετούς επωνύμους. Δυστυχώς το φαγητό για παρηγοριά δεν μπορεί να μας προσφέρει την παρηγοριά που ζητάμε. Μελέτες απέδειξαν πως οι απότομες αυξομειώσεις στο ζάχαρο αίματος, που δημιουργούνται από το ακατάστατο φαγητό συχνά προκαλούν κούραση και νευρικότητα που με την σειρά της δημιουργεί στρες και ενισχύει έναν φαύλο κύκλο. Η ευφορία που μας χαρίζει το φαγητό διαρκεί μόνο όσο χρειάζεται η τροφή για να κατέβει στο στομάχι μας. Αμέσως μετά τα αρνητικά συναισθήματα και η παραπλανητική πείνα μας θα επιστρέψουν δριμύτερα.
Πότε πρέπει να σταματάμε: Στο δυτικό κόσμο τρώμε μέχρι να σκάσουμε, όμως οι ανατολίτικες κουλτούρες έχουν πιο σοβαρή άποψη για το θέμα: σταματάμε το φαγητό πριν νιώσουμε το αίσθημα του κορεσμού. Οι Γιαπωνέζοι, μάλιστα, έχουν μία παροιμία («χάρα- χάτσι- μπου») που λέει στους ανθρώπους να σταματάνε όταν είναι 80% γεμάτοι. Ο Μωάμεθ περιέγραψε το περιεχόμενο μιας γεμάτης κοιλιάς ως 1/3 φαγητό, 1/3 νερό και 1/3 αέρα. Συμβουλή: Για να πετύχει κανείς το σωστό σημείο κορεσμού, σηκώνεται από το τραπέζι όταν σταματήσει να πεινάει. Δεν περιμένει μέχρι να αισθανθεί γεμάτος.
Τι πρέπει να τρώμε: Η Σούζαν Κλάινερ, συγγραφέας του Good Mood Diet, προτείνει να εφαρμόσουμε στην πράξη ένα πρόγραμμα που θα μας βοηθήσει να νιώσουμε καλύτερα ώστε να πεινάμε λιγότερο: «Η μεγαλύτερη διατροφική αλλαγή που πρέπει να κάνει κανείς σε καθημερινή βάση είναι η προσθήκη πρωτεΐνης στο δεκατιανό, όπως αυγό ή αλλαντικά από πουλερικά. Η πρωτεΐνη βοηθάει στην αύξηση των επιπέδων της σεροτονίνης στον εγκέφαλο, ενός νευροδιαβιβαστή που βελτιώνει τη διάθεση και βοηθάει στην ψυχραιμία υπό συνθήκες πίεσης. Εξασφαλίζουμε πολλά και μικρά γεύματα καθώς το μάσημα και η κατάποση δίνουν το μήνυμα της παρουσίας τροφής στον εγκέφαλο, γεγονός που συνδέεται με αντίστοιχες εκκρίσεις ορμονών που δρουν καταπραϋντικά. Παράλληλα, αναπληρώνονται τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα και ακολούθως πραγματοποιούνται μια σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις που δημιουργούν αίσθημα ευφορίας και πλήρωσης». Συγχρόνως όμως χρειάζεται και αερόβια γυμναστική, για παράδειγμα 30 λεπτά στο διάδρομο τρεις φορές την εβδομάδα. Καθώς βοηθάει στην απελευθέρωση των ενδορφινών, οι οποίες ονομάζονται και «ορμόνες της ευτυχίας», ανεβάζει τη διάθεση. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της άσκησης μειώνονται τα επίπεδα της κορτιζόλης στο αίμα, της ορμόνης που παράγεται εξαιτίας του στρες και θεωρείται ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της κατάθλιψης».
Μήπως για όλα φταίει η ορμόνη της πείνας; Οι πιο πρόσφατες έρευνες στα επιστημονικά εργαστήρια δείχνουν ότι η αύξηση των επίπεδων της γρελίνης στο αίμα, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο ψυγείο. Σε ένα πείραμα που διεξήγαγε ο Δρ. Ντέιβιντ Κάμινγκς, καθηγητής ενδοκρινολογίας του Πανεπιστημίου της Γουόσιγκτον, φάνηκε ότι μία ένεση με γρελίνη πριν το γεύμα αύξανε την πρόσληψη του φαγητού κατά 30% σε σχέση με τα γεύματα που συνήθιζαν οι συμμετέχοντες στην έρευνα. Οι έρευνες τώρα στρέφονται στην εξεύρεση μηχανισμών που θα εμποδίζουν την έκκριση της ορμόνης της πείνας. Οι φαρμακευτικές εταιρείες επενδύουν μεγάλα ποσά στην εφεύρεση ενός φαρμάκου που θα αναστέλλει τη λειτουργία της γρελίνης κι έτσι θα κάνει το σώμα να μη νιώθει πείνα. Πρόκειται για ένα εμβόλιο, το οποίο βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της ανάπτυξης, το οποίο αλλάζει τον τρόπο που αντιδρά το σώμα στη γρελίνη. Ενώ, δηλαδή, η ορμόνη εξακολουθεί να εκκρίνεται, ο εγκέφαλος παύει να νιώθει το αίσθημα της πείνας. Το εμβόλιο αυτό αναμένεται να είναι ένα πολύ σημαντικό όπλο κατά της παχυσαρκίας.