Μερικές φορές ο κόσμος νομίζει ότι ο Αλαν είναι αληθινός. Είναι παράξενο. Τι να κάνω; Γελάω πολύ».
Παρασκευή μεσημέρι στο άνετο σαλόνι ενός ξενοδοχείου στο κεντρικό
Λονδίνο, ο Ζακ Γαλιφιανάκης μας εξηγεί γιατί ο χαρακτήρας του κοινωνικά
απροσάρμοστου Αλαν από το «Hangover» που έκανε διάσημο το όνομά του το
2009, τον βάζει σε περιπέτειες στην καθημερινότητά του, στον δρόμο, στην
επαφή του με τον κόσμο.Είναι αλήθεια τόσο ταυτισμένος με τους αλλοπρόσαλλους χαρακτήρες που υποδύεται ο ελληνικής καταγωγής κωμικός, που εύκολα μπορείς να θεωρήσεις ότι άλλο τόσο παράξενη θα είναι, σε ένα τετ α τετ, η συμπεριφορά του. Καμία σχέση, ωστόσο. Βλέποντάς τον, στην προ ημερών συνέντευξη τύπου για το «The hangover part III» που οργάνωσε η εταιρεία διανομής Warner για λίγους Ευρωπαίους δημοσιογράφους, ο Γαλιφιανάκης φαίνεται ήρεμος, ελαφρά κουρασμένος από τα ταξίδια των ημερών για την προώθηση του φιλμ, πρόθυμος όμως να απαντήσει σε κάθε ερώτηση.
Ακόμα και στις πιο... διαστημικές -για το αν είναι «γερό ποτήρι» ή αν γνωρίζει την καυτή φινλανδική σάουνα που θεραπεύει το χανγκόβερ μετά από ένα γερό μεθύσι, μέχρι για το αν βγαίνει να ποτίσει τον κήπο του τις Κυριακές- πάντα με ευγένεια, προσθέτοντας μια κωμική πινελιά σε κάθε απάντηση. Μαζί του στο πάνελ, ο σκηνοθέτης Τοντ Φίλιπς και οι υπόλοιποι συμπρωταγωνιστές του Μπράντλεϊ Κούπερ, Εντ Χελμς, Τζάστιν Μπάρθα, Χέδερ Γκράχαμ και Κεν Τζεόνγκ.
Η υπόθεση
Το «Εθνος της Κυριακής» τον ρωτάει αν τον ενδιαφέρει να προσδώσει στοιχεία της ελληνικής κουλτούρας στους κωμικούς χαρακτήρες που υποδύεται. «Οχι», απαντάει ο Γαλιφιανάκης. «Προσπαθώ όμως να κάνω μια ταινία στην Ελλάδα σύντομα, μέσα στα επόμενα δύο χρόνια», προσθέτει και εξηγεί: «Το σενάριό της γράφεται τώρα αλλά δεν είναι κωμωδία, είναι κάτι διαφορετικό: πρόκειται για ένα πολεμικό δράμα, γύρω από τη μάχη της Κρήτης».
Του ζητάμε να μας πει περισσότερα, λέει ότι το σχέδιο είναι σε πρώιμο στάδιο, είναι αμφίβολο αν θα μιλάει ελληνικά στην ταινία. «Θα πρέπει να ξεσκονίσω πολύ καλά τα ελληνικά μου», λέει γελώντας. «Αν καταφέρουμε να κάνουμε την ταινία -ένας συγγενής μου προσπαθεί να βρει άκρη μ' αυτό- θα πρέπει να πέσω με τα μούτρα. Εκτός κι αν οι μόνες μου ατάκες είναι "προς τα πού είναι το μπάνιο" και "πού είναι η οδοντογλυφίδα μου"»!
Πρωτότυπα χιουμοριστικός, στον αντίποδα του χαριτωμένου, γραφικού ελληνικού φολκλόρ που ανέδειξε η Νία Βαρντάλος, μια άλλη διάσημη Ελληνίδα του Χόλιγουντ, ο Ζακ Γαλιφιανάκης κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ συνδυάζοντας το αμερικανικό με το μεσογειακό ταμπεραμέντο. «Δεν το σκέφτηκα ιδιαίτερα», μας απαντά όταν τον ρωτάμε αν πέρασε από το μυαλό του η ιδέα να αλλάξει το μακρόσυρτο ελληνικό επώνυμό του, προκειμένου να διευκολύνει την καριέρα του στο Χόλιγουντ. «Μου πρότειναν να αλλάξω το όνομά μου αλλά για μένα δεν υπήρχε λόγος. Ο πατέρας μου θα θύμωνε πολύ. Δεν ήθελα να το αλλάξω. Ισως να άλλαζα το μικρό μου όνομα και να το έκανα... Σίλα», αστειεύεται, αρχίζοντας να αραδιάζει ένα σωρό άσχετα ονόματα εκτροχιάζοντας την κουβέντα.
Στο τρίτο «Hangover», ο ηθοποιός επανέρχεται με την παλιοπαρέα για το αντίο του αποχαιρετισμού προς το κοινό, μια τελευταία περιπέτεια εκεί απ' όπου ξεκίνησαν όλα πριν από τέσσερα ακριβώς καλοκαίρια: στο Λας Βέγκας. «Νομίζω ότι έδωσε το περιθώριο στον κόσμο να φαντασιωθεί», σχολιάζει ο ηθοποιός σχετικά με το αν τα τρία κεφάλαια του «Hangover» προτάσσουν την αξία της ανδρικής φιλίας στον άκρως ανταγωνιστικό 21ο αιώνα και -γιατί όχι;- της τρέλας, που λίγο-πολύ ο καθένας έχει μέσα του.
«Είχε αρχετυπικούς χαρακτήρες με τους οποίους μπόρεσαν να ταυτιστούν οι θεατές», τονίζει για το πρώτο φιλμ, εμπορικό σουξέ, από αυτά που κανείς δεν είχε προβλέψει. «Νομίζω ότι άλλοι άνθρωποι έχουν μια παράξενη πλευρά που βγαίνει πότε πότε στην επιφάνεια, άλλοι μια κουλ, έξυπνη που επιτρέπει τα πάντα, άλλοι είναι πιο νευρικοί, παρασύρονται. Γι' αυτό νομίζω ότι ταυτίστηκαν οι θεατές με την ταινία».
Στο «The hangover part III» που προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από τις 30 Μαΐου, είναι η σειρά του αδιόρθωτου, ανώριμου Αλαν (Ζακ Γαλιφιανάκης) να περάσει την όχθη της ενηλικίωσης, όπως οι φίλοι του, αν και αυτήν τη φορά δεν οργανώνεται μπάτσελορ πάρτι, δεν υπάρχει hangover. Τι μπορεί να πάει στραβά; Μονάχα οι ανοιχτοί λογαριασμοί των τεσσάρων με τους γκάνγκστερ του βρώμικου παρελθόντος τους που εύκολα τους ξαναρίχνουν στον βούρκο της αμαρτίας, αρκούν.
Ο Ελληνας Ζακ
Αιώνιος φοιτητής και λάτρης του φαγητού
Γεννημένος τον Οκτώβριο του 1969 στο ήσυχο Γουίλκσμπορο της Βόρειας Καρολίνα, ο Ζακ Γαλιφιανάκης δεν είναι ο τυπικός Αμερικανός ούτε ο τυπικός Ελληνας δεύτερης γενιάς. Μεγαλωμένος από τη σκοτσέζικης καταγωγής Μέρι Φράνσις και τον Ελληνα Χάρη Γαλιφιανάκη, πωλητή πετρελαίου θέρμανσης, γιο Κρητικών οι οποίοι μετανάστευσαν στην Αμερική, βαφτίστηκε χριστιανός ορθόδοξος σε ασυνήθιστα μεγάλη ηλικία (περίπου στα 5 του χρόνια) και γαλουχήθηκε σε ένα περιβάλλον χωρίς πολλές επαφές με μεγάλες ελληνικές κοινότητες Ελληνοαμερικανών.
Ο ίδιος πάντως αγαπάει τα λουκούλλεια ελληνικά γεύματα και τη γενέτειρα των παππούδων του Κρήτη που έχει επισκεφτεί, ενώ θυμάται τη μυρωδιά του σκόρδου στο σπίτι ύστερα από κάθε κυριακάτικο οικογενειακό γεύμα. Κι αν αυτό δεν δείχνει άνθρωπο που αγαπάει τις ελληνικές συνήθειες, η παρακάτω κίνηση πείθει και τον πιο δύσπιστο.
Λες και γνώριζε από πρώτο χέρι τις συνήθειες των φοιτητών στην Ελλάδα, ο δευτερότοκος γιος της φαμίλιας των Γαλιφιανάκηδων σπούδασε Επικοινωνία στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας χωρίς να αποφοιτήσει και ασχολήθηκε αντ' αυτού με την καλλιτεχνική του φλέβα. Την οποία και φρόντισε να καλλιεργήσει στη Νέα Υόρκη, ξετυλίγοντας αρχικά ταλέντο και μπρίο στην πίσω πλευρά ενός χαμπουργκεράδικου, αργότερα στις καφετέριες της πόλης.
Η καριέρα του
Πρότυπό του (άγνωστο πώς και γιατί), ο πρώτος του ξάδελφος Νικόλας Γαλιφιανάκης, γελοιογράφος, μεταξύ άλλων, στην εφημερίδα «Ουάσινγκτον Ποστ». Διασημότερος συγγενής του, ο Νικ Γαλιφιανάκης, βουλευτής των Δημοκρατικών στη Β. Καρολίνα από το 1967 έως το 1973. Αγάπη του μεγάλη, η φάρμα του στα δασώδη βουνά της περιοχής που ανατράφηκε.
Η καλλιτεχνική σταδιοδρομία του ξεκίνησε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '90 στην τηλεόραση και με εμφανίσεις στα περίφημα κλαμπ του Λος Αντζελες όπου άνθιζε και ανθίζει η σταντ απ κωμωδία.
Με μικρής διάρκειας ρόλους στο σινεμά, ένα μουσικόφιλο ρεπερτόριο που περιελάμβανε από πιάνο μέχρι τραγούδι χιπ χοπ, ραπ και ό,τι άλλο χωράει ο νους, ο Ζακ δεν ήξερε τι πάει να πει «χολιγουντιανή διασημότητα» μέχρι τη συμμετοχή του στο πρώτο «Hangover» το 2009. Ηταν ακριβώς 40 ετών όταν η κωμωδία του Τοντ Φίλιπς τον εκτόξευσε στην κορυφή. Εκεί που άλλοι πασχίζουν από παιδιά, τραβώντας το λούκι της φήμης, τα πάνω και τα κάτω της, ένας τριχωτός κωμικός, με στρογγυλή κοιλιά και ελληνικό επώνυμο ήρθε για να παρασύρει τους θεατές στην ιδιότροπη, αναίσχυντη και πολλές φορές ασουλούπωτη εκδοχή της αμερικανικής κωμωδίας.
Στυλοβάτης του σουξέ του «Hangover», ο Γαλιφιανάκης έγινε γνωστός για ακόμη τρία πράγματα, εκτός από την ελληνική του καταγωγή: την επιλογή του να... μασάει αντί να καπνίζει καπνό, τα συμπαθή ζώα που του αρέσει να κανακεύει στις ταινίες του («Μη σπρώχνεις, έρχομαι», «Οι υποψήφιοι» και στην τριλογία του «Hangover») και τη διαδικτυακή κωμική του σειρά «Between ferns» όπου μεγαλουργεί σε σχεδόν προσβλητικές ξεκαρδιστικές συνεντεύξεις με σταρ όπως οι Τζένιφερ Ανιστον, Νάταλι Πόρτμαν, Μπρους Γουίλις, Σον Πεν και άλλους.
Παντρεμένος από πέρυσι, σε μια αυστηρά μυστική γαμήλια τελετή στον Καναδά, με την κατά μία δεκαετία νεότερη και αρκετούς πόντους ψηλότερή του, Κουίν Λούντμπεργκ, πρώην χορεύτρια και νυν ακτιβίστρια, ο αγαπημένος ηθοποιός έκανε πρόσφατα τα μέσα ενημέρωσης να ασχοληθούν μαζί του, καθώς στην πρεμιέρα του τελευταίου «Hangover» στο Λος Αντζελες συνοδευόταν από την 87χρονη Ελίζαμπεθ «Μίμι» Χέιστ, πρώην άστεγη και επί χρόνια φίλη του, το νέο διαμέρισμα της οποίας πληρώνει ο ίδιος.
Αναγνωρισμένος πλέον τόσο ώστε να σηκώνει στους ώμους του νέες παραγωγές, ξεφεύγει τώρα από την «αγέλη» του «Hangover» και πορεύεται προς μια πολλά υποσχόμενη καριέρα με δύο δυνατά πρότζεκτ για τη συνέχεια: την πολυαναμενόμενη κομεντί «Birdman» του οσκαρικού Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου πλάι στους Ναόμι Γουότς, Εντουαρντ Νόρτον και Μάικλ Κίτον, καθώς και την κωμωδία «You are here» του Μάθιου Γουάινερ με συμπρωταγωνιστές τους Οουεν Γουίλσον και Εϊμι Πέλερ.
«Είναι λίγο περίεργο, αλλά είμαι στα 40 μου. Αν ήμουν στα 20, όλη αυτή η ιστορία θα με φρίκαρε. Μην ανησυχείτε, πάντως, είμαι σίγουρος ότι θα τα σκατώσω με κάποιον τρόπο», δηλώνει ο Ζακ Γαλιφιανάκης με διάθεση αυτοσαρκασμού, την ώρα που το κασέ του έχει εκτοξευτεί στα 5 εκατ. δολάρια.
Πηγή