Ήταν τρεις φίλοι...
* Ο ένας ήταν γλεντζές και μερακλής: Η ψυχή των πάρτι. Χορευταράς φουλ, έξω καρδιά. Η καλύτερη παρέα.
* Ο άλλος ήταν φιλόσοφος: Σπουδαγμένος φουλ μάτσο τα πτυχία και τα.... διδακτορικά. Έτρωγε τον Σοπενχάιμερ στην καθισιά του και τον Καντ για πρωινό.
* Ο τρίτος ήταν αισιόδοξος: Πάντα με το χαμόγελο και με τον καλό λόγο, έβλεπε τη θετική πλευρά της ζωής και εμψύχωνε τους πάντες.
Κάποια στιγμή είχαν πιάσει κουβέντα για το τι θα ήθελαν να γίνει όταν πεθάνουν. Παίρνει τον λόγο ο γλεντζές:
- Εγώ ρε παιδιά, όταν - φτου φτου - έρθει εκείνη η μοιραία ώρα που θα βρίσκομαι στο φέρετρο, θέλω να βγει κάποιος και να πει: «Χάσαμε την ψυχή της παρέας, τώρα οι γιορτές δεν θα είναι πια όπως ήταν παλιά! Ας πιούμε και ας χορέψουμε εις μνήμην του...»
Ύστερα πετάγεται ο φιλόσοφος και αφού παίρνει ύφος λέει:
- Εγώ αγαπητοί μου φίλοι, έχω συγγράψει ένα σχετικό σύντομο κείμενο [σ.σ. γύρω στις ...175 σελίδες δηλαδή] που θα ήθελα να αναγνωστεί εις τοιάυτην περίστασην δια να υπογραμμισθεί η φιλοσοφική διάστασις της ζωής και του θανάτου...
Τον διακόπτει ο αισιόδοξος και εξακολουθεί:
- Εγώ για να είμαι ειλικρινής, πιστεύω ότι όπως θα βρίσκομαι στο φέρετρο και πριν βάλουν το καπάκι και αρχίζουν να ρίχνουν το χώμα, θα βρεθεί κάποιος που θα βγει να πει...
.