Συγκίνηση προκάλεσε στην
ομογένεια η είδηση του θανάτου ενός ηλικιωμένου ζευγαριού με διαφορά
λίγων λεπτών της ώρας. Ο Νίκος Μαρκογιαννάκης, μόλις ξεψύχησε η
αγαπημένη του σύζυγος Μαρία την έσφιξε στην αγκαλιά του, με τον δικό
του, τρυφερό και δυνατό τρόπο και βγήκε να καπνίσει ένα τσιγάρο, όπως
έκανε όταν η καρδιά του είχε φουρτούνες.
Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν να μην την αποχωριστεί. Να μην την αφήσει μόνη της στο μεγάλο ταξίδι. Περίμενε λίγο να δει το μεγάλο του γιο, το Νικόλα, που ήταν στο δρόμο και μετά έγειρε και άφησε την τελευταία του πνοή, λίγο πιο πέρα από την αγαπημένη του.
Είπαν ότι πέθανε από καρδιά. Στα κρύα πιστοποιητικά θανάτου δε γράφεται όταν πεθάνει κανείς από αγάπη»αναφέρει σε ρεπορτάζ του ο Νέος Κόσμος.
Ο Νίκος Μαρκογιαννάκης, ο πρωτότοκος του Χρήστου και της Μαρίας, δήλωσε στην εφημερίδα: "Οι γονείς μου ζούσαν ο ένας για τον άλλον. Ποτέ δεν πήγαινε ο πατέρας κάπου μόνος του. Έπρεπε να έχει και τη μητέρα μου δίπλα του. Ο πατέρας μου ήταν φανερό ότι δε θα μπορούσε πλέον να ζήσει χωρίς τη μητέρα μου. Εκείνη ήταν όλη του η ζωή. Από τότε που θυμάμαι τον κόσμο, από το χωριό στην Κρήτη, με τα χωράφια, τις ελιές και το μόχθο το καθημερινό, μέχρι εδώ στην Αυστραλία, μαζί δούλεψαν, μαζί μόχθησαν, μαζί χάρηκαν τη ζωή, οπότε πώς γινόταν να μη φύγουν και μαζί;"
Πηγή
Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν να μην την αποχωριστεί. Να μην την αφήσει μόνη της στο μεγάλο ταξίδι. Περίμενε λίγο να δει το μεγάλο του γιο, το Νικόλα, που ήταν στο δρόμο και μετά έγειρε και άφησε την τελευταία του πνοή, λίγο πιο πέρα από την αγαπημένη του.
Είπαν ότι πέθανε από καρδιά. Στα κρύα πιστοποιητικά θανάτου δε γράφεται όταν πεθάνει κανείς από αγάπη»αναφέρει σε ρεπορτάζ του ο Νέος Κόσμος.
Ο Νίκος Μαρκογιαννάκης, ο πρωτότοκος του Χρήστου και της Μαρίας, δήλωσε στην εφημερίδα: "Οι γονείς μου ζούσαν ο ένας για τον άλλον. Ποτέ δεν πήγαινε ο πατέρας κάπου μόνος του. Έπρεπε να έχει και τη μητέρα μου δίπλα του. Ο πατέρας μου ήταν φανερό ότι δε θα μπορούσε πλέον να ζήσει χωρίς τη μητέρα μου. Εκείνη ήταν όλη του η ζωή. Από τότε που θυμάμαι τον κόσμο, από το χωριό στην Κρήτη, με τα χωράφια, τις ελιές και το μόχθο το καθημερινό, μέχρι εδώ στην Αυστραλία, μαζί δούλεψαν, μαζί μόχθησαν, μαζί χάρηκαν τη ζωή, οπότε πώς γινόταν να μη φύγουν και μαζί;"
Πηγή