Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Κριστίνε Γιάφε του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια- Σαν Φρανσίσκο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Neurology" της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, εξέτασαν περίπου 2.500 άτομα ηλικίας 70 έως 79 ετών, στα οποία έκαναν τόσο αιματολογικά τεστ, όσο και νοητικά- μνημονικά τεστ για μια περίοδο 11 ετών.
Από τους συμμετέχοντες στην έρευνα, οι 393 είχαν αναιμία από το ξεκίνημά της, ενώ κατά την ολοκλήρωση της μελέτης 445 άνθρωποι (ποσοστό 18%) είχαν αναπτύξει άνοια. Η μελέτη έδειξε ότι όσοι είχαν εξ αρχής αναιμία, είχαν περίπου 41% μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν αργότερα άνοια, σε σχέση με όσους δεν ήσαν αναιμικοί- και αυτό ανεξαρτήτως φύλου και μορφωτικού επιπέδου. Συγκεκριμένα, από τους 393 με αναιμία, οι 89 (ποσοστό 23%) εμφάνισαν άνοια, ενώ από τους 2.159 που δεν είχαν αναιμία, άνοια εμφάνισαν οι 366 (ποσοστό 17%).
«Η αναιμία είναι συχνή στους ηλικιωμένους σε ποσοστό έως 23% για τις ηλικίες άνω των 65 ετών. Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι επίσης συνδέεται με κίνδυνο πρόωρου θανάτου», δήλωσε η Γιάφε. Όπως είπε, υπάρχουν αρκετές πιθανές εξηγήσεις για τη σχέση αναιμίας- άνοιας, όπως ότι η αναιμία αποτελεί δείκτη μιας γενικότερης κακής κατάστασης της υγείας. Εξίσου πιθανό είναι ότι το χαμηλό επίπεδο οξυγόνου στο αίμα λόγω της αναιμίας οδηγεί σε ανεπαρκή οξυγόνωση του εγκεφάλου, με συνέπεια να υφίστανται ζημιές οι νευρώνες (τα εγκεφαλικά κύτταρα) και έτσι να μειώνονται οι ικανότητες νόησης και μνήμης.
Πηγή