Φρέντ: πήρες τα ρούχα μου από το καθαριστήριο?
Ινγκριντ: (κοροιδευτικά) " Πήρες τα ρούχα μου από το καθαριστήριο?" Πάρ τα μόνος σου τα αναθεματισμένα ρούχα σου από το καθαριστήριο. Τι είμαι, υπηρέτρια σου?
Φρέντ: Δεν νομίζω. Αν ήσουν υπηρέτρια, θα ξερες τουλάχιστον να τα καθαρίζεις.
Αν αυτές ήταν ατάκες από μια φαρσοκωμωδία μπορεί να έβγαζαν γέλιο. Όμως αυτή η οδυνηρή και καυστικότατη στιχομυθία διημείφθη μεταξύ ενός ζευγαριού, το οποίο (ας μη μας παραξενεύει) χώρισε μετά από λίγα χρόνια. Η αντιπαράθεσή τους έλαβε χώρα στο.... εργαστήρι του Τζων Γκότμαν , ψυχολόγου στο πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον , ο οποίος έχει κάνει ίσως την πιο λεπτομερή ανάλυση της συναισθηματικής "κόλλας" που κρατάει δεμένα μεταξύ τους τα ζευγάρια, όπως και των διαβρωτικών συναισθημάτων που μπορούν να καταστρέψουν τον γάμο. Στο εργαστήρι του βιντεοσκοπούνται οι συζητήσεις ζευγαριών και ύστερα υποβάλλονται σε ώρες μικροανάλυσης με σκοπό να αποκαλυφθούν τα υπόγεια συναισθηματικά ρεύματα. Αυτή η χαρτογράφηση των λαθεμένων κινήσεων που μπορεί να οδηγήσουν ένα ζευγάρι στο διαζύγιο προσφέρει μια πειστική απόδειξη του κρίσιμου ρόλου που παίζει η συναισθηματική νοημοσύνη στην επιβίωση ενός γάμου.
Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, ο Γκότμαν εντόπισε αυτά τα σκαμπανεβάσματα σε περισσότερα από διακόσια ζευγάρια, από τα οποία άλλα ήταν νιόπαντρα και άλλα παντρεμένα για δεκαετίες. Ο Γκότμαν χαρτογράφησε τη συναισθηματική οικολογία του γάμου με τόση ακρίβεια, που σε μια μελέτη ήταν σε θέση να προβλέψει ποια από τα ζευγάρια που είχε δει στο εργαστήριο του (όπως τον Φρεντ και την Ίνγκριντ, των οποίων η συζήτηση για την παραλαβή των ρούχων από το καθαριστήριο ήταν εξαιρετικά πικρόχολη) θα χώριζαν μέσα σε τρία χρόνια με επιτυχία 94 τοις εκατό, ακρίβεια που ποτέ ως τότε δεν είχε σημειωθεί σε οποιαδήποτε έρευνα πάνω σε παντρεμένα ζευγάρια!
Η ισχύς της ανάλυσης του Γκότμαν προέρχεται από την προσεκτικότατη μέθοδο του και την πληρότητα της ερευνάς του. Ενώ τα ζευγάρια συζητούν, αισθητήρες καταγράφουν τις παραμικρές βιοσωματικές τους αντιδράσεις. Μια δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο ανάλυση των εκφράσεων του προσώπου τους (με το σύστημα ανάγνωσης συναισθημάτων κατά Πωλ Έκμαν) ανιχνεύει τις πιο φευγαλέες και ανεπαίσθητες αποχρώσεις των συναισθημάτων. Μετά τη συνεδρία, κάθε μέλος του ζευγαριού έρχεται χωριστά στο εργαστήρι, παρακολουθεί τη μαγνητοσκοπημένη συζήτηση και διηγείται τις μύχιες σκέψεις που έκανε κατά τις πιο έντονες στιγμές της συνομιλίας. Το αποτέλεσμα μοιάζει με μια συναισθηματική ακτινογραφία του γάμου.
Ένα έγκαιρο προειδοποιητικό σήμα ότι ο γάμος κινδυνεύει, κατά τις διαπιστώσεις του Γκότμαν, είναι η σκληρή κριτική. Σε έναν υγιή γάμο, άνδρας και γυναίκα νιώθουν ελεύθεροι να εκφράσουν ένα παράπονο. Αλλά πολύ συχνά, πάνω σε μια έκρηξη θυμού, τα παράπονα εκφράζονται με καταστροφικό τρόπο, σαν μια επίθεση στο χαρακτήρα του συντρόφου. Για παράδειγμα, η Πάμελα και η κόρη της είχαν πάει να αγοράσουν παπούτσια, ενώ ο άνδρας της, ο Τομ, μπήκε σ' ένα βιβλιοπωλείο. Συμφώνησαν να συναντηθούν μπροστά στο ταχυδρομείο σε μια ώρα και ύστερα να πάνε σε μια απογευματινή παράσταση. Η Πάμελα ήταν ακριβής στο ραντεβού της, αλλά ο Τομ δε φαινόταν πουθενά. «Πού είναι? Το έργο αρχίζει σε δέκα λεπτά», παραπονέθηκε η Πάμελα στην κόρη της. «Αν υπάρχει τρόπος να χαλάσει κάτι, ο πατέρας σου θα τον ανακαλύψει».
Όταν ο Τομ εμφανίστηκε δέκα λεπτά αργότερα, χαρούμενος που είχε συναντήσει τυχαία έναν παλιό του φίλο και ζητώντας συγγνώμη που είχε καθυστερήσει, η Πάμελα ξέσπασε με σαρκασμό. «Δεν πειράζει —μας έδωσε την ευκαιρία να συζητήσουμε την εκπληκτική σου ικανότητα να καταστρέφεις και το παραμικρό πρόγραμμα που θα καταστρώσουμε. Είσαι ένας απερίσκεπτος, ένας εγωιστής!».
Το σχόλιο της Πάμελα είναι κάτι περισσότερο από ένα παράπονο. στήνει «στο ένα μέτρο» το χαρακτήρα του συντρόφου της, κάνει κριτική στον άνθρωπο και όχι στην πράξη του. Γιατί, πράγματι, ο Τομ είχε ζητήσει συγγνώμη. Αλλά γι' αυτό το ολίσθημα η Πάμελα τον στιγματίζει, τον αποκαλεί «απερίσκεπτο κι εγωιστή». Τα πιο πολλά ζευγάρια έχουν από καιρό σε καιρό τέτοιες στιγμές, όπου ένα παράπονο για κάτι που ο ένας από τους δύο διέπραξε εκδηλώνεται σαν μια επίθεση ενάντια στον άνθρωπο περισσότερο παρά στην πράξη του. Όμως αυτές οι σκληρές προσωπικές κριτικές έχουν πολύ πιο διαβρωτική επίδραση από ότι τα πιο λογικά παράπονα. Και τέτοιες επιθέσεις, πράγμα που ίσως είναι δικαιολογημένο, γίνονται περισσότερες όσο ο σύζυγος ή η σύζυγος νιώθουν ότι τα παράπονα τους δεν εισακούγονται ή αγνοούνται.
Οι διαφορές ανάμεσα στα παράπονα και την προσωπική κριτική είναι απλές. Σ' ένα παράπονο η σύζυγος αναφέρει μόνο αυτό που τη στενοχωρεί και κρίνει την πράξη του άνδρα της, και όχι τον άνδρα της, εξηγώντας του πώς την έκανε να νιώσει αυτή η πράξη του. «Όταν ξέχασες να πάρεις τα ρούχα μου απ το καθαριστήριο, ένιωσα σαν να μη νοιάζεσαι πια για μένα». Είναι μια έκφραση που υποδηλώνει μια δεξιότητα της συναισθηματικής νοημοσύνης. μια δήλωση ούτε πολεμόχαρη ούτε παθητική. Στην προσωπική κριτική, βρίσκει αφορμή τη συγκεκριμένη στενοχώρια της για να εξαπολύσει μια επίθεση σε όλα τα μέτωπα ενάντια στον άνδρα της. «Είσαι πάντα τόσο εγωιστής και αναίσθητος. Αποδεικνύεται πως δεν μπορώ να σε εμπιστευθώ για να κάνεις κάτι σωστά». Αυτό το είδος της κριτικής προκαλεί συναισθήματα ντροπής στον αποδέκτη, τον κάνει να νιώθει απόβλητος, κατηγορούμενος, ελαττωματικός, και όλα αυτά είναι πιθανότερο να οδηγήσουν σε μια αμυντική αντίδραση παρά σε βήματα με στόχο να διορθωθούν τα πράγματα.
Η κατάσταση επιδεινώνεται όταν η κριτική επιβαρύνεται με περιφρόνηση, ένα εξαιρετικά καταστροφικό συναίσθημα. Η περιφρόνηση έρχεται εύκολα με το θυμό. Συχνά εκδηλώνεται όχι μόνο με τις λέξεις που χρησιμοποιούνται, αλλά και με τον τόνο της φωνής και τη θυμωμένη έκφραση. Η πιο φανερή μορφή της είναι, φυσικά, η ειρωνεία ή η προσβολή. «Ζώον, κτήνος, σκύλα». Εξίσου προσβλητική είναι όμως και η γλώσσα του σώματος που μεταδίδει την περιφρόνηση, ιδιαίτερα η γκριμάτσα της απέχθειας που γίνεται με τα χείλη γυρισμένα προς τα έξω, και που είναι μια πανανθρώπινη εκδήλωση αποστροφής, ή η στροφή των ματιών προς τα πάνω, σαν να λένε. «Αμάν πια!».
Η έκφραση της περιφρόνησης που σχηματίζεται στο πρόσωπο προκαλείται από τη συστολή του γελαστήριου μυός, του μυός που τραβάει τις άκρες του στόματος προς μια πλευρά (συνήθως την αριστερή), ενώ τα μάτια γυρίζουν προς τα πάνω. Όταν ο ένας σύζυγος παίρνει αυτή την έκφραση, στον άλλο, σε μια ήπια συναισθηματική ανταλλαγή, θα καταγραφεί ένα άλμα δύο ή τριών σφυγμών ανά λεπτό. Αυτή η κρυφή στιχομυθία έχει το τίμημα της. Ο Γκότμαν παρατηρεί ότι αν ο σύζυγος εκδηλώνει τακτικά περιφρόνηση, η γυναίκα του θα είναι πιο επιρρεπής σε διάφορα προβλήματα υγείας, από συχνές γρίπες και κρυολογήματα μέχρι προβλήματα χολής ή λοιμώξεων, καθώς και γαστρεντερικές διαταραχές. Και όταν το πρόσωπο μιας γυναίκας δείχνει αποστροφή, αντίδραση συγγενική προς την περιφρόνηση, τέσσερις ή και περισσότερες φορές μέσα σε μια δεκαπεντάλεπτη συζήτηση, αυτό είναι ένας σιωπηλός δείκτης ότι το ζευγάρι πιθανότατα θα χωρίσει μέσα σε τέσσερα χρόνια.
Φυσικά, μια τυχαία επίδειξη περιφρόνησης ή αποστροφής δεν καταστρέφει ένα γάμο. Αυτή η συναισθηματική καταιγίδα συγγενεύει περισσότερο με το κάπνισμα ή τη χοληστερόλη ως παραγόντων καρδιακών νοσημάτων —και όσο πιο έντονη και παρατεταμένη είναι, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος. Στην πορεία για το διαζύγιο, καθένας από αυτούς τους παράγοντες προλέγει τον επόμενο, σε μια ανοδική κλίμακα δυστυχίας. Η μόνιμη κριτική και η περιφρόνηση ή η αποστροφή είναι σήματα κινδύνου, επειδή καταδεικνύουν ότι ο άνδρας ή η γυναίκα έχει βγάλει ένα σιωπηρό συμπέρασμα, το χειρότερο, για το σύντροφο. Στις σκέψεις του ή στις σκέψεις της, η ή ο σύζυγος αντίστοιχα είναι αντικείμενο μιας αδιάκοπης καταδίκης. Μια τόσο αρνητική και εχθρική σκέψη οδηγεί φυσιολογικά σε επιθέσεις που θέτουν τον αποδέκτη σε θέση άμυνας ή αντεπίθεσης.
Τα δύο σκέλη της αντίδρασης μάχης ή φυγής αντιπροσωπεύουν το καθένα τρόπους με τους οποίους ο ή η σύζυγος μπορεί να αντιδράσει σε μια επίθεση. Το πιο αναμενόμενο είναι η αντεπίθεση, μέσα από το ξέσπασμα της οργής. Αυτή η λύση οδηγεί κατά κανόνα σε άκαρπο φραστικό διαξιφισμό. Αλλά η εναλλακτική αντίδραση, η φυγή, μπορεί να είναι πιο ολέθρια, ιδιαίτερα όταν η «φυγή» ισοδυναμεί με εγκλεισμό σε τείχη σιωπής.
Η υπεκφυγή είναι η ύστατη άμυνα. Αυτός που υπεκφεύγει απλώς ουδετεροποιείται. στην πραγματικότητα αποχωρεί από τη συζήτηση, αντιδρώντας με μια έκφραση παγερής σιωπής. Η υπεκφυγή προβάλλει ένα πανίσχυρο, αποθαρρυντικό μήνυμα, κάτι που μοιάζει με συνδυασμό ψυχρής αποστασιοποίησης, ανωτερότητας και δυσφορίας. Η υπεκφυγή εμφανίστηκε κυρίως σε ζευγάρια που όδευαν προς τη διάλυση του γάμου τους. Στο 85 τοις εκατό των περιπτώσεων αυτών ο σύζυγος ήταν εκείνος ο οποίος απαντούσε με υπεκφυγή στη γυναίκα του, που τον κατατρόπωνε με την κριτική και την περιφρόνηση της. Αν εξελιχθεί σε μόνιμη αντίδραση, η υπεκφυγή είναι σαρωτική για μια σχέση αποκλείει κάθε πιθανότητα να λυθούν οι διαφορές.
Ινγκριντ: (κοροιδευτικά) " Πήρες τα ρούχα μου από το καθαριστήριο?" Πάρ τα μόνος σου τα αναθεματισμένα ρούχα σου από το καθαριστήριο. Τι είμαι, υπηρέτρια σου?
Φρέντ: Δεν νομίζω. Αν ήσουν υπηρέτρια, θα ξερες τουλάχιστον να τα καθαρίζεις.
Αν αυτές ήταν ατάκες από μια φαρσοκωμωδία μπορεί να έβγαζαν γέλιο. Όμως αυτή η οδυνηρή και καυστικότατη στιχομυθία διημείφθη μεταξύ ενός ζευγαριού, το οποίο (ας μη μας παραξενεύει) χώρισε μετά από λίγα χρόνια. Η αντιπαράθεσή τους έλαβε χώρα στο.... εργαστήρι του Τζων Γκότμαν , ψυχολόγου στο πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον , ο οποίος έχει κάνει ίσως την πιο λεπτομερή ανάλυση της συναισθηματικής "κόλλας" που κρατάει δεμένα μεταξύ τους τα ζευγάρια, όπως και των διαβρωτικών συναισθημάτων που μπορούν να καταστρέψουν τον γάμο. Στο εργαστήρι του βιντεοσκοπούνται οι συζητήσεις ζευγαριών και ύστερα υποβάλλονται σε ώρες μικροανάλυσης με σκοπό να αποκαλυφθούν τα υπόγεια συναισθηματικά ρεύματα. Αυτή η χαρτογράφηση των λαθεμένων κινήσεων που μπορεί να οδηγήσουν ένα ζευγάρι στο διαζύγιο προσφέρει μια πειστική απόδειξη του κρίσιμου ρόλου που παίζει η συναισθηματική νοημοσύνη στην επιβίωση ενός γάμου.
Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, ο Γκότμαν εντόπισε αυτά τα σκαμπανεβάσματα σε περισσότερα από διακόσια ζευγάρια, από τα οποία άλλα ήταν νιόπαντρα και άλλα παντρεμένα για δεκαετίες. Ο Γκότμαν χαρτογράφησε τη συναισθηματική οικολογία του γάμου με τόση ακρίβεια, που σε μια μελέτη ήταν σε θέση να προβλέψει ποια από τα ζευγάρια που είχε δει στο εργαστήριο του (όπως τον Φρεντ και την Ίνγκριντ, των οποίων η συζήτηση για την παραλαβή των ρούχων από το καθαριστήριο ήταν εξαιρετικά πικρόχολη) θα χώριζαν μέσα σε τρία χρόνια με επιτυχία 94 τοις εκατό, ακρίβεια που ποτέ ως τότε δεν είχε σημειωθεί σε οποιαδήποτε έρευνα πάνω σε παντρεμένα ζευγάρια!
Η ισχύς της ανάλυσης του Γκότμαν προέρχεται από την προσεκτικότατη μέθοδο του και την πληρότητα της ερευνάς του. Ενώ τα ζευγάρια συζητούν, αισθητήρες καταγράφουν τις παραμικρές βιοσωματικές τους αντιδράσεις. Μια δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο ανάλυση των εκφράσεων του προσώπου τους (με το σύστημα ανάγνωσης συναισθημάτων κατά Πωλ Έκμαν) ανιχνεύει τις πιο φευγαλέες και ανεπαίσθητες αποχρώσεις των συναισθημάτων. Μετά τη συνεδρία, κάθε μέλος του ζευγαριού έρχεται χωριστά στο εργαστήρι, παρακολουθεί τη μαγνητοσκοπημένη συζήτηση και διηγείται τις μύχιες σκέψεις που έκανε κατά τις πιο έντονες στιγμές της συνομιλίας. Το αποτέλεσμα μοιάζει με μια συναισθηματική ακτινογραφία του γάμου.
Ένα έγκαιρο προειδοποιητικό σήμα ότι ο γάμος κινδυνεύει, κατά τις διαπιστώσεις του Γκότμαν, είναι η σκληρή κριτική. Σε έναν υγιή γάμο, άνδρας και γυναίκα νιώθουν ελεύθεροι να εκφράσουν ένα παράπονο. Αλλά πολύ συχνά, πάνω σε μια έκρηξη θυμού, τα παράπονα εκφράζονται με καταστροφικό τρόπο, σαν μια επίθεση στο χαρακτήρα του συντρόφου. Για παράδειγμα, η Πάμελα και η κόρη της είχαν πάει να αγοράσουν παπούτσια, ενώ ο άνδρας της, ο Τομ, μπήκε σ' ένα βιβλιοπωλείο. Συμφώνησαν να συναντηθούν μπροστά στο ταχυδρομείο σε μια ώρα και ύστερα να πάνε σε μια απογευματινή παράσταση. Η Πάμελα ήταν ακριβής στο ραντεβού της, αλλά ο Τομ δε φαινόταν πουθενά. «Πού είναι? Το έργο αρχίζει σε δέκα λεπτά», παραπονέθηκε η Πάμελα στην κόρη της. «Αν υπάρχει τρόπος να χαλάσει κάτι, ο πατέρας σου θα τον ανακαλύψει».
Όταν ο Τομ εμφανίστηκε δέκα λεπτά αργότερα, χαρούμενος που είχε συναντήσει τυχαία έναν παλιό του φίλο και ζητώντας συγγνώμη που είχε καθυστερήσει, η Πάμελα ξέσπασε με σαρκασμό. «Δεν πειράζει —μας έδωσε την ευκαιρία να συζητήσουμε την εκπληκτική σου ικανότητα να καταστρέφεις και το παραμικρό πρόγραμμα που θα καταστρώσουμε. Είσαι ένας απερίσκεπτος, ένας εγωιστής!».
Το σχόλιο της Πάμελα είναι κάτι περισσότερο από ένα παράπονο. στήνει «στο ένα μέτρο» το χαρακτήρα του συντρόφου της, κάνει κριτική στον άνθρωπο και όχι στην πράξη του. Γιατί, πράγματι, ο Τομ είχε ζητήσει συγγνώμη. Αλλά γι' αυτό το ολίσθημα η Πάμελα τον στιγματίζει, τον αποκαλεί «απερίσκεπτο κι εγωιστή». Τα πιο πολλά ζευγάρια έχουν από καιρό σε καιρό τέτοιες στιγμές, όπου ένα παράπονο για κάτι που ο ένας από τους δύο διέπραξε εκδηλώνεται σαν μια επίθεση ενάντια στον άνθρωπο περισσότερο παρά στην πράξη του. Όμως αυτές οι σκληρές προσωπικές κριτικές έχουν πολύ πιο διαβρωτική επίδραση από ότι τα πιο λογικά παράπονα. Και τέτοιες επιθέσεις, πράγμα που ίσως είναι δικαιολογημένο, γίνονται περισσότερες όσο ο σύζυγος ή η σύζυγος νιώθουν ότι τα παράπονα τους δεν εισακούγονται ή αγνοούνται.
Οι διαφορές ανάμεσα στα παράπονα και την προσωπική κριτική είναι απλές. Σ' ένα παράπονο η σύζυγος αναφέρει μόνο αυτό που τη στενοχωρεί και κρίνει την πράξη του άνδρα της, και όχι τον άνδρα της, εξηγώντας του πώς την έκανε να νιώσει αυτή η πράξη του. «Όταν ξέχασες να πάρεις τα ρούχα μου απ το καθαριστήριο, ένιωσα σαν να μη νοιάζεσαι πια για μένα». Είναι μια έκφραση που υποδηλώνει μια δεξιότητα της συναισθηματικής νοημοσύνης. μια δήλωση ούτε πολεμόχαρη ούτε παθητική. Στην προσωπική κριτική, βρίσκει αφορμή τη συγκεκριμένη στενοχώρια της για να εξαπολύσει μια επίθεση σε όλα τα μέτωπα ενάντια στον άνδρα της. «Είσαι πάντα τόσο εγωιστής και αναίσθητος. Αποδεικνύεται πως δεν μπορώ να σε εμπιστευθώ για να κάνεις κάτι σωστά». Αυτό το είδος της κριτικής προκαλεί συναισθήματα ντροπής στον αποδέκτη, τον κάνει να νιώθει απόβλητος, κατηγορούμενος, ελαττωματικός, και όλα αυτά είναι πιθανότερο να οδηγήσουν σε μια αμυντική αντίδραση παρά σε βήματα με στόχο να διορθωθούν τα πράγματα.
Η κατάσταση επιδεινώνεται όταν η κριτική επιβαρύνεται με περιφρόνηση, ένα εξαιρετικά καταστροφικό συναίσθημα. Η περιφρόνηση έρχεται εύκολα με το θυμό. Συχνά εκδηλώνεται όχι μόνο με τις λέξεις που χρησιμοποιούνται, αλλά και με τον τόνο της φωνής και τη θυμωμένη έκφραση. Η πιο φανερή μορφή της είναι, φυσικά, η ειρωνεία ή η προσβολή. «Ζώον, κτήνος, σκύλα». Εξίσου προσβλητική είναι όμως και η γλώσσα του σώματος που μεταδίδει την περιφρόνηση, ιδιαίτερα η γκριμάτσα της απέχθειας που γίνεται με τα χείλη γυρισμένα προς τα έξω, και που είναι μια πανανθρώπινη εκδήλωση αποστροφής, ή η στροφή των ματιών προς τα πάνω, σαν να λένε. «Αμάν πια!».
Η έκφραση της περιφρόνησης που σχηματίζεται στο πρόσωπο προκαλείται από τη συστολή του γελαστήριου μυός, του μυός που τραβάει τις άκρες του στόματος προς μια πλευρά (συνήθως την αριστερή), ενώ τα μάτια γυρίζουν προς τα πάνω. Όταν ο ένας σύζυγος παίρνει αυτή την έκφραση, στον άλλο, σε μια ήπια συναισθηματική ανταλλαγή, θα καταγραφεί ένα άλμα δύο ή τριών σφυγμών ανά λεπτό. Αυτή η κρυφή στιχομυθία έχει το τίμημα της. Ο Γκότμαν παρατηρεί ότι αν ο σύζυγος εκδηλώνει τακτικά περιφρόνηση, η γυναίκα του θα είναι πιο επιρρεπής σε διάφορα προβλήματα υγείας, από συχνές γρίπες και κρυολογήματα μέχρι προβλήματα χολής ή λοιμώξεων, καθώς και γαστρεντερικές διαταραχές. Και όταν το πρόσωπο μιας γυναίκας δείχνει αποστροφή, αντίδραση συγγενική προς την περιφρόνηση, τέσσερις ή και περισσότερες φορές μέσα σε μια δεκαπεντάλεπτη συζήτηση, αυτό είναι ένας σιωπηλός δείκτης ότι το ζευγάρι πιθανότατα θα χωρίσει μέσα σε τέσσερα χρόνια.
Φυσικά, μια τυχαία επίδειξη περιφρόνησης ή αποστροφής δεν καταστρέφει ένα γάμο. Αυτή η συναισθηματική καταιγίδα συγγενεύει περισσότερο με το κάπνισμα ή τη χοληστερόλη ως παραγόντων καρδιακών νοσημάτων —και όσο πιο έντονη και παρατεταμένη είναι, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος. Στην πορεία για το διαζύγιο, καθένας από αυτούς τους παράγοντες προλέγει τον επόμενο, σε μια ανοδική κλίμακα δυστυχίας. Η μόνιμη κριτική και η περιφρόνηση ή η αποστροφή είναι σήματα κινδύνου, επειδή καταδεικνύουν ότι ο άνδρας ή η γυναίκα έχει βγάλει ένα σιωπηρό συμπέρασμα, το χειρότερο, για το σύντροφο. Στις σκέψεις του ή στις σκέψεις της, η ή ο σύζυγος αντίστοιχα είναι αντικείμενο μιας αδιάκοπης καταδίκης. Μια τόσο αρνητική και εχθρική σκέψη οδηγεί φυσιολογικά σε επιθέσεις που θέτουν τον αποδέκτη σε θέση άμυνας ή αντεπίθεσης.
Τα δύο σκέλη της αντίδρασης μάχης ή φυγής αντιπροσωπεύουν το καθένα τρόπους με τους οποίους ο ή η σύζυγος μπορεί να αντιδράσει σε μια επίθεση. Το πιο αναμενόμενο είναι η αντεπίθεση, μέσα από το ξέσπασμα της οργής. Αυτή η λύση οδηγεί κατά κανόνα σε άκαρπο φραστικό διαξιφισμό. Αλλά η εναλλακτική αντίδραση, η φυγή, μπορεί να είναι πιο ολέθρια, ιδιαίτερα όταν η «φυγή» ισοδυναμεί με εγκλεισμό σε τείχη σιωπής.
Η υπεκφυγή είναι η ύστατη άμυνα. Αυτός που υπεκφεύγει απλώς ουδετεροποιείται. στην πραγματικότητα αποχωρεί από τη συζήτηση, αντιδρώντας με μια έκφραση παγερής σιωπής. Η υπεκφυγή προβάλλει ένα πανίσχυρο, αποθαρρυντικό μήνυμα, κάτι που μοιάζει με συνδυασμό ψυχρής αποστασιοποίησης, ανωτερότητας και δυσφορίας. Η υπεκφυγή εμφανίστηκε κυρίως σε ζευγάρια που όδευαν προς τη διάλυση του γάμου τους. Στο 85 τοις εκατό των περιπτώσεων αυτών ο σύζυγος ήταν εκείνος ο οποίος απαντούσε με υπεκφυγή στη γυναίκα του, που τον κατατρόπωνε με την κριτική και την περιφρόνηση της. Αν εξελιχθεί σε μόνιμη αντίδραση, η υπεκφυγή είναι σαρωτική για μια σχέση αποκλείει κάθε πιθανότητα να λυθούν οι διαφορές.