Πέρυσι οι επιστήμονες ανακάλυψαν αρχαίους ιούς ενσωματωμένους μέσα στο γονιδίωμα των Νεάντερταλ και των Ντενίσοβαν. Τώρα, ένας Έλληνας επιστήμονας της διασποράς έκανε το .....επόμενο βήμα και εντόπισε αυτούς τους ιούς των Νεάντερταλ να «κρύβονται» μέσα στο DNA των σύγχρονων ανθρώπων, αν και είναι άγνωστο ακόμα αν μπορούν να προξενήσουν κάποια ασθένεια.
Ο Γκίκας Μαγιορκίνης του Τμήματος Ζωολογίας του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και ο Ρόμπερτ Μπέλσοου της Σχολής Βιοϊατρικών Επιστημών του πανεπιστημίου του Πλίμουθ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο διεθνούς κύρους περιοδικό βιολογίας «Current Biology», σύμφωνα με το «New Scientist», εξέτασαν το DNA 67 καρκινοπαθών και βρήκαν ότι το γονιδίωμα όλων περιείχε γενετικές αλληλουχίες αρχαίων ρετροϊών που είχαν βρεθεί και στους Νενάντερταλ.
Οι ιοί έχουν «τρυπώσει» σε διάφορα σημεία του γονιδιώματος του σύγχρονου ανθρώπου, γι’ αυτό η ανακάλυψή τους δεν είναι εύκολη υπόθεση. Οι ερευνητές δεν αποκλείουν ότι, με μια πιο προσεκτική ανάλυση, θα βρουν κι άλλα ίχνη αρχαίων ιών.
Οι εν λόγω ιοί πιθανώς μόλυναν τους προγόνους μας προτού καν γίνει ο διαχωρισμός του «έμφρονος ανθρώπου» (homo sapiens) από τα «ξαδέλφια» του, τους Νεάντερταλ και του Ντενίσοβαν, κάτι που εκτιμάται ότι συνέβη πριν από περίπου 400.000 χρόνια.
Όπως δήλωσε ο Μαγιορκίνης, «τα ευρήματά μας δείχνουν ότι μπορούμε να βρούμε ανθρώπους σήμερα, οι οποίοι έχουν ορισμένες κοινές γενετικές περιοχές με τους Ντενίσοβαν ή τους Νεάντερταλ, αλλά όχι με άλλους ζωντανούς ανθρώπους». Αυτό, επισήμανε, δείχνει πως οι σύγχρονοι άνθρωποι μπορεί να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, όσον αφορά τα τμήματα των γονιδιωμάτων τους που δεν κωδικοποιούν πρωτεΐνες.
Ο Έλληνας επιστήμονας και ο Βρετανός συνεργάτης του ήδη άρχισαν να μελετούν πόσο διαδεδομένο είναι αυτό το DNA των ρετροϊών στον σημερινό ανθρώπινο πληθυσμό και κατά πόσο αυτοί οι ιοί είναι ακόμα ενεργοί, άρα δυνητικά επικίνδυνοι.
«Μέσα στην επόμενη πενταετία, θα είμαστε σε θέση να πούμε με σιγουριά αν αυτοί οι αρχαίοι ιοί παίζουν κάποιον ρόλο στις σύγχρονες ανθρώπινες ασθένειες», δήλωσε ο Ρόμπερτ Μπέλσοου. «Γνωρίζουμε ότι αυτοί οι ιοί προκαλούν ασθένειες σε άλλα ζώα, όπως τα ποντίκια. Προς το παρόν όμως δεν έχει αποδειχτεί ότι μπορούν να προκαλέσουν αρρώστιες και στους ανθρώπους», πρόσθεσε.
Ο 35χονος Γκίκας Μαγιορκίνης είναι ερευνητής στο Κολλέγιο St Cross του πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Ειδικεύεται στην ιατρική ιολογία και η έρευνά του εστιάζεται στην επιδημιολογία των ιών και στη δημόσια υγεία. Πιο πρόσφατα επέκτεινε την έρευνά του στην εξέλιξη των ενδογενών ρετροϊών. Είναι επίσης εκλεγμένος λέκτορας Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έχει τιμηθεί το 2011 από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο «Ιωάννη Βλυσίδη», ενώ το 2012 τιμήθηκε με το βραβείο «Μαρί Κιουρί» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην κατηγορία «Ελπιδοφόρο ερευνητικό ταλέντο», για τα επιτεύγματά του στην έρευνα των ιογενών νόσων. Ειδικότερα, βραβεύτηκε για την εργασία του στην ανίχνευση του τρόπου διάδοσης του ιού της ηπατίτιδας Γ (HCV). Ο Γκ. Mαγιορκίνης ανέλυσε τις μοριακές αλληλουχίες του ιού HCV, δείχνοντας για πρώτη φορά ότι οι πιο διαδεδομένοι τύποι της ηπατίτιδας Γ εξαπλώθηκαν παγκοσμίως, αμέσως μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, από τις αναπτυγμένες στις αναπτυσσόμενες χώρες, γεγονός που συμπίπτει με τις μεταγγίσεις αίματος και την ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών.
Ο Γκίκας Μαγιορκίνης του Τμήματος Ζωολογίας του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και ο Ρόμπερτ Μπέλσοου της Σχολής Βιοϊατρικών Επιστημών του πανεπιστημίου του Πλίμουθ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο διεθνούς κύρους περιοδικό βιολογίας «Current Biology», σύμφωνα με το «New Scientist», εξέτασαν το DNA 67 καρκινοπαθών και βρήκαν ότι το γονιδίωμα όλων περιείχε γενετικές αλληλουχίες αρχαίων ρετροϊών που είχαν βρεθεί και στους Νενάντερταλ.
Οι ιοί έχουν «τρυπώσει» σε διάφορα σημεία του γονιδιώματος του σύγχρονου ανθρώπου, γι’ αυτό η ανακάλυψή τους δεν είναι εύκολη υπόθεση. Οι ερευνητές δεν αποκλείουν ότι, με μια πιο προσεκτική ανάλυση, θα βρουν κι άλλα ίχνη αρχαίων ιών.
Οι εν λόγω ιοί πιθανώς μόλυναν τους προγόνους μας προτού καν γίνει ο διαχωρισμός του «έμφρονος ανθρώπου» (homo sapiens) από τα «ξαδέλφια» του, τους Νεάντερταλ και του Ντενίσοβαν, κάτι που εκτιμάται ότι συνέβη πριν από περίπου 400.000 χρόνια.
Όπως δήλωσε ο Μαγιορκίνης, «τα ευρήματά μας δείχνουν ότι μπορούμε να βρούμε ανθρώπους σήμερα, οι οποίοι έχουν ορισμένες κοινές γενετικές περιοχές με τους Ντενίσοβαν ή τους Νεάντερταλ, αλλά όχι με άλλους ζωντανούς ανθρώπους». Αυτό, επισήμανε, δείχνει πως οι σύγχρονοι άνθρωποι μπορεί να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, όσον αφορά τα τμήματα των γονιδιωμάτων τους που δεν κωδικοποιούν πρωτεΐνες.
Ο Έλληνας επιστήμονας και ο Βρετανός συνεργάτης του ήδη άρχισαν να μελετούν πόσο διαδεδομένο είναι αυτό το DNA των ρετροϊών στον σημερινό ανθρώπινο πληθυσμό και κατά πόσο αυτοί οι ιοί είναι ακόμα ενεργοί, άρα δυνητικά επικίνδυνοι.
«Μέσα στην επόμενη πενταετία, θα είμαστε σε θέση να πούμε με σιγουριά αν αυτοί οι αρχαίοι ιοί παίζουν κάποιον ρόλο στις σύγχρονες ανθρώπινες ασθένειες», δήλωσε ο Ρόμπερτ Μπέλσοου. «Γνωρίζουμε ότι αυτοί οι ιοί προκαλούν ασθένειες σε άλλα ζώα, όπως τα ποντίκια. Προς το παρόν όμως δεν έχει αποδειχτεί ότι μπορούν να προκαλέσουν αρρώστιες και στους ανθρώπους», πρόσθεσε.
Ο 35χονος Γκίκας Μαγιορκίνης είναι ερευνητής στο Κολλέγιο St Cross του πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Ειδικεύεται στην ιατρική ιολογία και η έρευνά του εστιάζεται στην επιδημιολογία των ιών και στη δημόσια υγεία. Πιο πρόσφατα επέκτεινε την έρευνά του στην εξέλιξη των ενδογενών ρετροϊών. Είναι επίσης εκλεγμένος λέκτορας Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έχει τιμηθεί το 2011 από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο «Ιωάννη Βλυσίδη», ενώ το 2012 τιμήθηκε με το βραβείο «Μαρί Κιουρί» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην κατηγορία «Ελπιδοφόρο ερευνητικό ταλέντο», για τα επιτεύγματά του στην έρευνα των ιογενών νόσων. Ειδικότερα, βραβεύτηκε για την εργασία του στην ανίχνευση του τρόπου διάδοσης του ιού της ηπατίτιδας Γ (HCV). Ο Γκ. Mαγιορκίνης ανέλυσε τις μοριακές αλληλουχίες του ιού HCV, δείχνοντας για πρώτη φορά ότι οι πιο διαδεδομένοι τύποι της ηπατίτιδας Γ εξαπλώθηκαν παγκοσμίως, αμέσως μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, από τις αναπτυγμένες στις αναπτυσσόμενες χώρες, γεγονός που συμπίπτει με τις μεταγγίσεις αίματος και την ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών.