Κατά παράδοσιν ότε εν τη Βασιλευούσι αυτοκράτωρ ήτο ο Ιουλιανός ο Παραβάτης εξεστράτευσε κατά των Αβάρων στην Μικρά Ασία.
Περνώντας την Καισαρεία εστάθμευσεν με τα στρατεύματά του και έστειλε τον αγγελιοφόρο του να ζητήσει ψωμί από τον Επίσκοπο, που ήταν ο παλαιός συμμαθητής του Βασίλειος.
Εκείνος .....του έστειλε δύο κριθαρένια ψωμιά και μια Καινή Διαθήκη. Ο αγγελιοφόρος τα πήγε στον Αυτοκράτορα Ιουλιανό και εκείνος μόλις είδε ότι τα ψωμιά ήταν κριθαρένια τα επέστρεψε συνοδά με δύο δέματα σανό. Ο Βασίλειος αφού τα δέχθηκε είπε στον αγγελιοφόρο του Ιουλιανού: «Πες του Αυτοκράτορός μας, ότι εγώ από αυτά που τρώγω του έστειλα, φαίνεται ότι και αυτός έκανε το ίδιο, δηλαδή από αυτό που τρώει μου έστειλε… Πάντως τον ευχαριστώ».
Όσον δε διά το βιβλίο της Καινής Διαθήκης και αυτό ο Ιουλιανός το επέστρεψε γράφων: «ανέγνων – κατέγνων». Ο Βασίλειος διά του αγγελιοφόρου και πάλι του το έστειλε γράφων: «ανέγνως ούκ έγνως, ή έγνως ου κατέγνως», δηλαδή το διάβασες αλλά δεν το κατάλαβες, διότι αν το καταλάβαινες δεν θα το απέρριπτες.
Τότε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης εθύμωσε σφόδρα και ήθελε να καταστρέψει την Καισάρεια, αλλά επειδή είχε ανοικτό μέτωπο με τους Αβάρους, είπε στην επιστροφή θα τους καταστρέψω.
Ο Επίσκοπος Βασίλειος γνωρίζοντας την φιλοχρηματία του Ιουλιανού ενημέρωσε το ποίμνιό του και απεφάσισαν να συγκεντρώσουν όλα τα τιμαλφή που είχαν για να τα προσφέρουν στον Αυτοκράτορα και να γλυτώσουν την καταστροφή.
Όμως (άλλα άνθρωπος βούλεται και άλλα ο Θεός κελεύει). Ο θάνατος του Αυτοκράτορα απήλλαξε την ταλαιπωρία των Χριστιανών. Τότε ο Βασίλειος -επειδή ήταν αδύνατο να επιστρέψει στον καθένα το δικό του χρυσαφικό- είπε να φτιάξουν ψωμιά και να βάλουν από ένα χρυσαφικό μέσα και να πάρει ο καθένας από ένα ψωμί με το περιεχόμενό του και συμφώνησαν. Ω του θαύματος! Ο καθένας πήρε το δικό του χρυσαφικό και τούτο αποδόθηκε στην χάρη του Θεού.
Έτσι επικράτησε η πίττα του Άη-Βασίλη και η κάθε οικογένεια βάζει διάφορα αντικείμενα εις τη βασιλόπιττα και δοκιμάζουν την επιθυμία τους να βρούν αυτό που επιθυμούν.
ΠΗΓΗ