Μια ποδοσφαιρική ομάδα, μια σχολική τάξη, ένα μουσικό συγκρότημα, μια θεραπευτική ομάδα, μια εμπορική επιχείρηση και γενικότερα κάθε ανθρώπινη συνομάδωση με συγκεκριμένους στόχους, έχει να αντιμετωπίσει το θεμελιώδες πρόβλημα της σωστής, δίκαιης, αποτελεσματικής και ορθολογικής διαχείρισης των ανθρώπινων πόρων. Καλείται δηλαδή να αναπτύξει ....ένα σύστημα κανόνων και αξιών, έτσι ώστε:
Α) να αποφεύγονται εσωτερικές συγκρούσεις και φυγόκεντρες δυνάμεις, που απειλούν να διασπάσουν τους οργανικούς δεσμούς στην ομάδα, και
Β) να εξασφαλίζεται ένα πνεύμα ομαδικότητας και συνεργασίας που θα οδηγήσει στα επιθυμητά αποτελέσματα (επίτευξη στόχων της ομάδας).
Στο ερώτημα «πότε πετυχαίνει τους στόχους της μια ομάδα ανθρώπων;» υπάρχουν αρκετές απαντήσεις. Άλλες είναι ικανοποιητικές, άλλες όμως δημιουργούν παραδοξοτρόπως παραπάνω ερωτήματα από αυτά που καλούνται να απαντήσουν. Μια επιστημονική καταγραφή και συστηματοποίηση των παραγόντων επιτυχίας των ανθρώπινων κοινοτήτων προέρχεται από την Αμερικανίδα Elinor Ostrom, το έργο της οποίας τυγχάνει στην παγκόσμια πανεπιστημιακή κοινότητα μεγάλης αποδοχής.
Η Elinor Ostrom μελέτησε διάφορες κοινότητες ανθρώπων που ως στόχο είχαν την παραγωγή συλλογικών αγαθών. Κάποιες από αυτές τα κατάφεραν, και μάλιστα κατόρθωσαν να παράγουν με μεγάλη επιτυχία συλλογικά αγαθά, κάποιες όμως απέτυχαν. Μέσα από μια εμπειρική σύγκριση των δυο αυτών κατηγοριών κοινοτήτων η Ostrom κατάληξε σε εφτά σημαντικούς παράγοντες που μπορούν να εγγυηθούν την επιτυχία σε μια φυσική κοινότητα ανθρώπων. Αυτοί είναι οι εξής:
Τα σύνορα της κοινότητας είναι προσδιορισμένα με ακρίβεια.
Οι κανόνες που προβλέπουν την χρήση των συλλογικών αγαθών σχετίζονται με τις τοπικές ανάγκες και τα ειδικευμένα ως προς την ομάδα πλαίσια αναφοράς.
Άτομα, τα οποία υποστηρίζουν τους κανόνες της ομάδας, έχουν την δυνατότητα τροποποίησης και μετασχηματισμού των κανόνων αυτών.
Το δικαίωμα των μελών της ομάδας να προτείνουν και να εκθέτουν ένα δικό τους σύστημα κανόνων γίνεται σεβαστό από εξωτερικές δομές εξουσίας.
Ο κοινωνικός έλεγχος πραγματοποιείται μέσα στα σύνορα της ομάδας. Τα μέλη της είναι υπεύθυνα για την εφαρμογή του.
Σε περιπτώσεις συγκρούσεων και διχογνωμιών τα μέλη της κοινότητας έχουν πρόσβαση σε έναν αποτελεσματικό και «μειωμένου κόστους» (low-cost) μηχανισμό επίλυσης των προβλημάτων.
Υπάρχει ένα διαρθρωμένο σύστημα κυρώσεων της συμπεριφοράς.
Στη συγκριτική μελέτη της για τα πρότυπα οργάνωσης διάφορων ανθρώπινων κοινοτήτων διαπιστώνει η Ostrom ότι ανεξάρτητα από το πολιτισμικό πλαίσιο όλες οι κοινότητες έρχονται αρχικά αντιμέτωπες με ένα ασταθές και πολύπλοκο περιβάλλον. Επομένως η σαφής χάραξη διαχωριστικών γραμμών και ο ορθολογικός καθορισμός των συνόρων της κοινότητας είναι ζητήματα κεφαλαιώδους σημασίας. Αν δεν γίνει αυτό το πρώτο βήμα, τότε όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες καθίστανται αυτομάτως άκυροι.
Στην επιχειρηματολογία της αναφέρει η Ostrom ότι εάν δεν τοποθετηθούν όρια στους κοινούς και άμεσα διαθέσιμους πόρους (common pool resource) της ομάδας, τότε τα μέλη της αντιμετωπίζουν άμεσα τον εξής κίνδυνο: τα κέρδη και τα οφέλη από την προσπάθειά τους μπορούν να τα επικαρπωθούν κάποιοι άλλοι, οι οποίοι δεν συνέβαλαν στην προσπάθεια αυτή. Η κοινωνική πραγματικότητα βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων. Μια παρέα φίλων που οργανώνει μια εξωτική εκδρομή και έχει κάποια στοιχειώδη κατανομή εργασίας όσον αφορά στην προετοιμασία, βρίσκεται προ εκπλήξεως όταν διαπιστώνει την τελευταία στιγμή ότι θα έρθουν άλλοι δυο γνωστοί, οι οποίοι όμως δεν συμμετείχαν καθόλου στην όλη οργάνωση της εκδρομής. Μια εικονική κοινότητα που έχει δημιουργήσει ένα απόθεμα γνώσης και πληροφοριών από την εντατική συναλλαγή μεταξύ των μελών της έρχεται αντιμέτωπη με το ίδιο πρόβλημα, όταν ένας απεριόριστος αριθμός ατόμων μπορεί να μοιράζεται αυτές τις πηγές γνώσεις και πληροφορίας, χωρίς να συνεισφέρει απολύτως τίποτα. Τέτοιου είδους ασυμμετρίες στο δούναι και λαβείν σίγουρα προκαλούν θυμό και ένταση μεταξύ των μελών, στοιχεία που εγγράφονται στην συλλογική μνήμη της ομάδας και που σε βάθος χρόνου μπορούν να επιφέρουν ριζικές αλλαγές στην δομή της ή να δράσουν διαλυτικά.
Α) να αποφεύγονται εσωτερικές συγκρούσεις και φυγόκεντρες δυνάμεις, που απειλούν να διασπάσουν τους οργανικούς δεσμούς στην ομάδα, και
Β) να εξασφαλίζεται ένα πνεύμα ομαδικότητας και συνεργασίας που θα οδηγήσει στα επιθυμητά αποτελέσματα (επίτευξη στόχων της ομάδας).
Στο ερώτημα «πότε πετυχαίνει τους στόχους της μια ομάδα ανθρώπων;» υπάρχουν αρκετές απαντήσεις. Άλλες είναι ικανοποιητικές, άλλες όμως δημιουργούν παραδοξοτρόπως παραπάνω ερωτήματα από αυτά που καλούνται να απαντήσουν. Μια επιστημονική καταγραφή και συστηματοποίηση των παραγόντων επιτυχίας των ανθρώπινων κοινοτήτων προέρχεται από την Αμερικανίδα Elinor Ostrom, το έργο της οποίας τυγχάνει στην παγκόσμια πανεπιστημιακή κοινότητα μεγάλης αποδοχής.
Η Elinor Ostrom μελέτησε διάφορες κοινότητες ανθρώπων που ως στόχο είχαν την παραγωγή συλλογικών αγαθών. Κάποιες από αυτές τα κατάφεραν, και μάλιστα κατόρθωσαν να παράγουν με μεγάλη επιτυχία συλλογικά αγαθά, κάποιες όμως απέτυχαν. Μέσα από μια εμπειρική σύγκριση των δυο αυτών κατηγοριών κοινοτήτων η Ostrom κατάληξε σε εφτά σημαντικούς παράγοντες που μπορούν να εγγυηθούν την επιτυχία σε μια φυσική κοινότητα ανθρώπων. Αυτοί είναι οι εξής:
Τα σύνορα της κοινότητας είναι προσδιορισμένα με ακρίβεια.
Οι κανόνες που προβλέπουν την χρήση των συλλογικών αγαθών σχετίζονται με τις τοπικές ανάγκες και τα ειδικευμένα ως προς την ομάδα πλαίσια αναφοράς.
Άτομα, τα οποία υποστηρίζουν τους κανόνες της ομάδας, έχουν την δυνατότητα τροποποίησης και μετασχηματισμού των κανόνων αυτών.
Το δικαίωμα των μελών της ομάδας να προτείνουν και να εκθέτουν ένα δικό τους σύστημα κανόνων γίνεται σεβαστό από εξωτερικές δομές εξουσίας.
Ο κοινωνικός έλεγχος πραγματοποιείται μέσα στα σύνορα της ομάδας. Τα μέλη της είναι υπεύθυνα για την εφαρμογή του.
Σε περιπτώσεις συγκρούσεων και διχογνωμιών τα μέλη της κοινότητας έχουν πρόσβαση σε έναν αποτελεσματικό και «μειωμένου κόστους» (low-cost) μηχανισμό επίλυσης των προβλημάτων.
Υπάρχει ένα διαρθρωμένο σύστημα κυρώσεων της συμπεριφοράς.
Στη συγκριτική μελέτη της για τα πρότυπα οργάνωσης διάφορων ανθρώπινων κοινοτήτων διαπιστώνει η Ostrom ότι ανεξάρτητα από το πολιτισμικό πλαίσιο όλες οι κοινότητες έρχονται αρχικά αντιμέτωπες με ένα ασταθές και πολύπλοκο περιβάλλον. Επομένως η σαφής χάραξη διαχωριστικών γραμμών και ο ορθολογικός καθορισμός των συνόρων της κοινότητας είναι ζητήματα κεφαλαιώδους σημασίας. Αν δεν γίνει αυτό το πρώτο βήμα, τότε όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες καθίστανται αυτομάτως άκυροι.
Στην επιχειρηματολογία της αναφέρει η Ostrom ότι εάν δεν τοποθετηθούν όρια στους κοινούς και άμεσα διαθέσιμους πόρους (common pool resource) της ομάδας, τότε τα μέλη της αντιμετωπίζουν άμεσα τον εξής κίνδυνο: τα κέρδη και τα οφέλη από την προσπάθειά τους μπορούν να τα επικαρπωθούν κάποιοι άλλοι, οι οποίοι δεν συνέβαλαν στην προσπάθεια αυτή. Η κοινωνική πραγματικότητα βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων. Μια παρέα φίλων που οργανώνει μια εξωτική εκδρομή και έχει κάποια στοιχειώδη κατανομή εργασίας όσον αφορά στην προετοιμασία, βρίσκεται προ εκπλήξεως όταν διαπιστώνει την τελευταία στιγμή ότι θα έρθουν άλλοι δυο γνωστοί, οι οποίοι όμως δεν συμμετείχαν καθόλου στην όλη οργάνωση της εκδρομής. Μια εικονική κοινότητα που έχει δημιουργήσει ένα απόθεμα γνώσης και πληροφοριών από την εντατική συναλλαγή μεταξύ των μελών της έρχεται αντιμέτωπη με το ίδιο πρόβλημα, όταν ένας απεριόριστος αριθμός ατόμων μπορεί να μοιράζεται αυτές τις πηγές γνώσεις και πληροφορίας, χωρίς να συνεισφέρει απολύτως τίποτα. Τέτοιου είδους ασυμμετρίες στο δούναι και λαβείν σίγουρα προκαλούν θυμό και ένταση μεταξύ των μελών, στοιχεία που εγγράφονται στην συλλογική μνήμη της ομάδας και που σε βάθος χρόνου μπορούν να επιφέρουν ριζικές αλλαγές στην δομή της ή να δράσουν διαλυτικά.