Κάθουμαν σήμιρα στ’ Μπαλουϊάν στου παγκάκ, κι αγνάντιυα του χουριό, τν Κρανιά ρα. Ιέστριβα του μουστάκ κι σκιέφτουμαν πώς θα ψηφίσου στς ιπιρχόμινις εικλουγές!
Ήρθαν πάλι οι εικλουγές σκέφτουμαν, κι μακάρ να μπουρούσα να τσ ψηφίσου όλ' κι μι τα δυο τα χέρια
Πουλοί οι υπουψήφιοι, κι ικανότατοι! Ξιχουρίζου απ’ όλνους ...του Γιάν’ τς Μίτσινας, κι του Μίτσιου τς Γιάννινας! Η Γιάντς καλό πιδί κι προυκουμένο, κι ιυτυχώς του Πασοκ από νουρίς ικτίμισι τα προυσόντα τ’ κι τουν διόρσι. Ιέχ καλή θέσ’, αλλά δεν τουν φτάν, θέλ’ να προυσφέρ’ πιρισσότιρα στουν κόσμου. Του Πασοκ τουν έμαθι να προυσφέρ’!
Η Μίτσιους πάλι είνι γιμάτους προυσφουρά στου συνάνθρουπου. Τουν θιμούμι τότι τη δικαϊτία του ’80, που κουλούσι αφίσις του Αβέρουφ κι τ’ Μητσουτάκ σ’ ολις τς κουλόνις τς Κρανιάς. Τι πατριουτικό ρίγους είχα νιώσ’ τότι… Αμ, όταν ήρθη η Μητσουτάκς κι μας χαρακτήρσι, τν Κρανιά ρα, Κάστρου τς Διξιάς, σαν να μι πέρασι ηλικτρικό ρεύμα στου κουρμί…Κλάπ, κλάπ, κλάπ, τα χέρια οι Κρανιώτες απου κάτ’…Τι μνήμις ρε πιδιά! Η Μίτσιους σ’ όλα αυτά πρώτους! Ιυτυχώς δεν πήγι χαμένους κι αναγνουρίσκι κι απ’ αυτόν η προυσφουρά! Τουν τακτουποίησι η Νέα Δημουκρατία. Θέλ’ όμους κι άλλου να προυσφέρ’ γι’ αυτή τ’ καημέν’ τν Κρανιά! Τι να προυλάβινι να έφκιανι κι αυτός η Φαρμάκς ή η Σουφλιάς!
Ιέχου δίλημμα αγαπητοί συμπατριώτις, κι θέλου να μη βουηθίστι ποιόν να ψηφίσου απ’ τς δυο! Είνι καλά πιδιά, κι οι χώροι απ’ όπ’ προυέρχουντι συγκυβιρνούν!
Είνι κι άλλ’ υπουψήφιοι, δε λέου! Όλ’ καλοί…θέλν’ πρώτα να προυσφέρν’ στ’ κοινουνία, κι μιτά στουν ιαυτό τς.
Ίδα κάποιοι απ’ αυτούς πήραν κι τν εικόνα τς Παναγίας απ’ τ’ Κόκα απ’ τουν Αι Γιάνν ως τουν Αι Δημήτρη, για να τς βουηθήσι. Κι ιέχ’ βουθήσ’ η Παναγία πολλούς! Αφού να φανταστίτι, υπάρχν’ άνθρουπ’, που άλλ’ δλεια δεν έφκιασαν! Ιπάγγιλμα πουλιτικοί…Προυκουμέν’…!!!
Δεν ξέρου ποιόν θα ψηφίσου. Δίλημμα μιγάλου!
Στς προυγούμινις ικλουγές πήραμι κανά κιλό κρέας, κανά ικοσουάερου, μ’ είπαν ότι θα βάλν κι τν Κότσινα τ’ θκιμ καθαρίστρια. Μέχρι κουλουκίθις είπαν να μας δώσν για να τς ψηφίσουμι! Μη γιλάτι είνι αλήθεια!
Παλιουκουμματικές μέθοδ'. Απού παλιά δηλαδής. Δουκιμασμένις κι...πιτιχιμένις! Εκ του απουτιλέσματος κρίνουντας!
Βέβια του Μίτσιου τουν ιέχου κι τρίτου ξάδιρφου κι δεν μ’ ιέρχιτι καλά να μην τουν ψηφίσου. Ιλπίζου να μη δώς καμιά ντουμάτα απ’ του κήπου τουλάχιστου.
Δεν ξιέρου ρε πιδιά απ’ τν άλλ’ κι οι αριστηροί καλοί είνι! Είνι τόσου καλοί, που πιρνούν καλά μ’ ολις τς κυβιρνίσις! Κι οι ακρουδιξιοί, κι αυτοί καλά πιδιά! Στς προυιγούμινις εικλουγές πήραν καλά πουσουστά στου χουριό μας. Βέβια στα παλιά τα χρόνια οι Ναζί κι οι Φασίστις ιέκαψαν κι έσφαξαν χουριανούς! Πιρασμένα ξιχασμένα… Δε βαριέσι… Τώρα μ’ τ’ Μέρκελ γίγκαμι φίλ! Μας δίν’ λιφτά!
Και τώρα που σκέφκα τι μας δίν’, θυμήθκα κι τα μακαρόνια, κι του ρυζ’ που τα τιλιυταία χρόνια μας μοίραζαν στου χουριό. Μι κάθι ταξ’ βέβια χουριανοί. Μας έγραφαν στου χαρτί. Απλά όταν πηγινάμι να τα πάρουμι ήταν μισμέρ κι ασμπρουχνουμάσταν γιατί πινούσαμι…
Όλα αυτά δεν μπουρώ να τα ξιχάσου! Τόσα καλά π’ μας έφκιασαν.
Του ντβάρ που μιε έφκιασαν; κι του κουμάσ' κι είνι ζιστές οι κότις κι μι φκιάν αυγά; Κι του σουκάκ' όξου απ' του σπίτ' που μι το στρουσαν πλακόπιτρις; Όχι χουριανοί, ιγώ δεν είμι αχάριστους, δεν τα ξιχνώ τα καλά...θα τς θυμθώ παν' απ' καλπ.
Λίγου μι νοιάζ’ που δεν ιέχουμι γιατρό ή που όταν ιέχουμι – που κι που - αυτό του διαουλου ιντιρνέτ κουλάει κι δεν μπουρεί να μας γράψ’ τα φάρμακα.
Ιέχν’ ανάγκ’ οι Κρανιώτις ρα! Αυτοί είνι αητοί! Τς παλικαράδις δα πεις! Παίρν’ ταξί κι αμέσους βζζζ στν Αλασσόνα! Αυτοί οι Κρανιώτις είνι ιφτάψυχ’!
Αφού απου τότι που του λιουφουρείου πιρνάει μόνου απ’ κατ’ τν πλατεία, οι μάκις κι οι παππούδις κατιβέν μι τσουλίθρα κάτ’ στ’ πλατεία, κι μιτά όταν ιέρχουντι απ’ τα πιδιά απ΄τ' Λάρσα, μι πράγματα, ανιβέν μι μια ανάσα.
Όλ’ καλοί ρε πιδιά, όλ’ καλοί!
Δεν ξέρου ρε πιδιά, δίλημμα μιγάλου! Βουηθήστι μι!
Όχι τίπουτα άλλου, μι στρουβιλίζ’ κι του κιφάλ’, που να ιπινδίσου κι του κοινουνικό μέρισμα! Αυτό θα πει κοινουνική πουλιτική….
Πάσα ομοιότης είναι συμπτωματική!
Ήρθαν πάλι οι εικλουγές σκέφτουμαν, κι μακάρ να μπουρούσα να τσ ψηφίσου όλ' κι μι τα δυο τα χέρια
Πουλοί οι υπουψήφιοι, κι ικανότατοι! Ξιχουρίζου απ’ όλνους ...του Γιάν’ τς Μίτσινας, κι του Μίτσιου τς Γιάννινας! Η Γιάντς καλό πιδί κι προυκουμένο, κι ιυτυχώς του Πασοκ από νουρίς ικτίμισι τα προυσόντα τ’ κι τουν διόρσι. Ιέχ καλή θέσ’, αλλά δεν τουν φτάν, θέλ’ να προυσφέρ’ πιρισσότιρα στουν κόσμου. Του Πασοκ τουν έμαθι να προυσφέρ’!
Η Μίτσιους πάλι είνι γιμάτους προυσφουρά στου συνάνθρουπου. Τουν θιμούμι τότι τη δικαϊτία του ’80, που κουλούσι αφίσις του Αβέρουφ κι τ’ Μητσουτάκ σ’ ολις τς κουλόνις τς Κρανιάς. Τι πατριουτικό ρίγους είχα νιώσ’ τότι… Αμ, όταν ήρθη η Μητσουτάκς κι μας χαρακτήρσι, τν Κρανιά ρα, Κάστρου τς Διξιάς, σαν να μι πέρασι ηλικτρικό ρεύμα στου κουρμί…Κλάπ, κλάπ, κλάπ, τα χέρια οι Κρανιώτες απου κάτ’…Τι μνήμις ρε πιδιά! Η Μίτσιους σ’ όλα αυτά πρώτους! Ιυτυχώς δεν πήγι χαμένους κι αναγνουρίσκι κι απ’ αυτόν η προυσφουρά! Τουν τακτουποίησι η Νέα Δημουκρατία. Θέλ’ όμους κι άλλου να προυσφέρ’ γι’ αυτή τ’ καημέν’ τν Κρανιά! Τι να προυλάβινι να έφκιανι κι αυτός η Φαρμάκς ή η Σουφλιάς!
Ιέχου δίλημμα αγαπητοί συμπατριώτις, κι θέλου να μη βουηθίστι ποιόν να ψηφίσου απ’ τς δυο! Είνι καλά πιδιά, κι οι χώροι απ’ όπ’ προυέρχουντι συγκυβιρνούν!
Είνι κι άλλ’ υπουψήφιοι, δε λέου! Όλ’ καλοί…θέλν’ πρώτα να προυσφέρν’ στ’ κοινουνία, κι μιτά στουν ιαυτό τς.
Ίδα κάποιοι απ’ αυτούς πήραν κι τν εικόνα τς Παναγίας απ’ τ’ Κόκα απ’ τουν Αι Γιάνν ως τουν Αι Δημήτρη, για να τς βουηθήσι. Κι ιέχ’ βουθήσ’ η Παναγία πολλούς! Αφού να φανταστίτι, υπάρχν’ άνθρουπ’, που άλλ’ δλεια δεν έφκιασαν! Ιπάγγιλμα πουλιτικοί…Προυκουμέν’…!!!
Δεν ξέρου ποιόν θα ψηφίσου. Δίλημμα μιγάλου!
Στς προυγούμινις ικλουγές πήραμι κανά κιλό κρέας, κανά ικοσουάερου, μ’ είπαν ότι θα βάλν κι τν Κότσινα τ’ θκιμ καθαρίστρια. Μέχρι κουλουκίθις είπαν να μας δώσν για να τς ψηφίσουμι! Μη γιλάτι είνι αλήθεια!
Παλιουκουμματικές μέθοδ'. Απού παλιά δηλαδής. Δουκιμασμένις κι...πιτιχιμένις! Εκ του απουτιλέσματος κρίνουντας!
Βέβια του Μίτσιου τουν ιέχου κι τρίτου ξάδιρφου κι δεν μ’ ιέρχιτι καλά να μην τουν ψηφίσου. Ιλπίζου να μη δώς καμιά ντουμάτα απ’ του κήπου τουλάχιστου.
Δεν ξιέρου ρε πιδιά απ’ τν άλλ’ κι οι αριστηροί καλοί είνι! Είνι τόσου καλοί, που πιρνούν καλά μ’ ολις τς κυβιρνίσις! Κι οι ακρουδιξιοί, κι αυτοί καλά πιδιά! Στς προυιγούμινις εικλουγές πήραν καλά πουσουστά στου χουριό μας. Βέβια στα παλιά τα χρόνια οι Ναζί κι οι Φασίστις ιέκαψαν κι έσφαξαν χουριανούς! Πιρασμένα ξιχασμένα… Δε βαριέσι… Τώρα μ’ τ’ Μέρκελ γίγκαμι φίλ! Μας δίν’ λιφτά!
Και τώρα που σκέφκα τι μας δίν’, θυμήθκα κι τα μακαρόνια, κι του ρυζ’ που τα τιλιυταία χρόνια μας μοίραζαν στου χουριό. Μι κάθι ταξ’ βέβια χουριανοί. Μας έγραφαν στου χαρτί. Απλά όταν πηγινάμι να τα πάρουμι ήταν μισμέρ κι ασμπρουχνουμάσταν γιατί πινούσαμι…
Όλα αυτά δεν μπουρώ να τα ξιχάσου! Τόσα καλά π’ μας έφκιασαν.
Του ντβάρ που μιε έφκιασαν; κι του κουμάσ' κι είνι ζιστές οι κότις κι μι φκιάν αυγά; Κι του σουκάκ' όξου απ' του σπίτ' που μι το στρουσαν πλακόπιτρις; Όχι χουριανοί, ιγώ δεν είμι αχάριστους, δεν τα ξιχνώ τα καλά...θα τς θυμθώ παν' απ' καλπ.
Λίγου μι νοιάζ’ που δεν ιέχουμι γιατρό ή που όταν ιέχουμι – που κι που - αυτό του διαουλου ιντιρνέτ κουλάει κι δεν μπουρεί να μας γράψ’ τα φάρμακα.
Ιέχν’ ανάγκ’ οι Κρανιώτις ρα! Αυτοί είνι αητοί! Τς παλικαράδις δα πεις! Παίρν’ ταξί κι αμέσους βζζζ στν Αλασσόνα! Αυτοί οι Κρανιώτις είνι ιφτάψυχ’!
Αφού απου τότι που του λιουφουρείου πιρνάει μόνου απ’ κατ’ τν πλατεία, οι μάκις κι οι παππούδις κατιβέν μι τσουλίθρα κάτ’ στ’ πλατεία, κι μιτά όταν ιέρχουντι απ’ τα πιδιά απ΄τ' Λάρσα, μι πράγματα, ανιβέν μι μια ανάσα.
Όλ’ καλοί ρε πιδιά, όλ’ καλοί!
Δεν ξέρου ρε πιδιά, δίλημμα μιγάλου! Βουηθήστι μι!
Όχι τίπουτα άλλου, μι στρουβιλίζ’ κι του κιφάλ’, που να ιπινδίσου κι του κοινουνικό μέρισμα! Αυτό θα πει κοινουνική πουλιτική….
Πάσα ομοιότης είναι συμπτωματική!