Το να συμφωνούν για ένα άλμπουμ οι μουσικοκριτικοί εντύπων διαφορετικών όσο η εφημερίδα Guardian και τα περιοδικά Mojo (ειδικεύεται στο ροκ), Jazzwise (ειδικεύεται στην τζαζ) και BBC Music (ειδικεύεται στην κλασική μουσική) είναι από μόνο του κάπως ασυνήθιστο. Το να πρόκειται για ένα τζαζ άλμπουμ είναι πραγματικά σπάνιο – και γίνεται ακόμη σπανιότερο, δεδομένου ότι.... κυκλοφορεί μόνο σε δίσκο βινυλίου.
Το ότι ο εν λόγω δίσκος ηχογραφήθηκε ζωντανά στην Ελλάδα και δη στη Λάρισα, αγγίζει τα όρια του εξωφρενικού. Κι όμως, αυτό συμβαίνει τους τελευταίους μήνες, όταν στα μουσικά έντυπα και στις ειδικές στήλες του βρετανικού Τύπου άρχισαν να βρέχουν αστέρια για την τελευταία δουλειά του σαξοφωνίστα από το Μάντσεστερ Νατ Μπίρτσαλ με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Live in Larissa».
«Το να ακούς τον ψυχωμένο σαξοφωνίστα Νατ Μπίρτσαλ και το κουιντέτο του να παίζει σε έναν μικρό χώρο, είναι μία από τις πιο έντονες τζαζ εμπειρίες που μπορεί να έχεις», ξεκινά η κριτική του Φιλ Τζόνσον στην Independent. Ο περί ου ο λόγος χώρος δεν είναι άλλος από το Duende, ένα μπαρ που κατάφερε να γίνει σημείο αναφοράς για την ελληνική τζαζ σκηνή στα λίγα χρόνια που λειτούργησε στη Λάρισα – έκλεισε τον περασμένο Οκτώβριο, αλλά πιθανότατα θα ανοίξει ξανά, σε μικρότερο χώρο, προσεχώς. Δημιούργημα του σαξοφωνίστα Κώστα Βουλτσίδη, ο οποίος επέστρεψε από τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα, για να βρεθεί στη γενέτειρά του, τη Λάρισα, για οικογενειακούς λόγους, το Duende προσέφερε εναλλακτική ψυχαγωγία –και καταφύγιο– στους θαμώνες του, φιλοξενώντας τακτικά τους Ελληνες τζάζμεν στη μικροσκοπική του σκηνή. Πώς όμως βρέθηκε εκεί ένας σαξοφωνίστας που ακόμη και στην πατρίδα του χαρακτηρίζεται ως «ένας από τους κρυμμένους θησαυρούς της βρετανικής τζαζ;».
Κλασική περίπτωση «μουσικού των μουσικών», καλλιτέχνη δηλαδή που χαίρει εκτίμησης από το σινάφι του, αλλά παραμένει άγνωστος εν πολλοίς στο κοινό, ο Μπίρτσαλ κρατά αναμμένη τη δάδα της spiritual jazz, ενός ιδιώματος που άνθησε στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Το αέρινο σαξόφωνό του, με τον χαρακτηριστικό λυρισμό και τη γλαφυρή ερμηνεία, αντήχησε στον χώρο του Duende, όταν ένας από τους θαμώνες/ ερασιτέχνες DJ του μαγαζιού έβαλε ένα cd του να παίζει, μαγεύοντας τους λίγους παρευρισκόμενους.
Κάπως έτσι, ο μουσικός έγινε ένας από τους αγαπημένους του μαγαζιού και τον δύσκολο για τις δουλειές χειμώνα του 2012 ο Κώστας Βουλτσίδης αναζήτησε τον σαξοφωνίστα και ξεκίνησε αλληλογραφία μαζί του, ζητώντας του να παίξει στο Duende. «Δεν ήξερα τι να περιμένω», θυμάται ο Νατ Μπίρτσαλ. «Στην αρχή ξαφνιάστηκα που κάποιος μας ζητούσε να παίξουμε σε ένα μικρό μπαρ που σίγουρα δεν θα είχε την οικονομική ευχέρεια ενός φεστιβάλ. Αλλά αφού ανταλλάξαμε μερικά email πείστηκα ότι πρόκειται για έναν πραγματικό άνθρωπο που του αρέσει πραγματικά η μουσική μας».
Το κουιντέτο του Μπίρτσαλ έφτασε στη Λάρισα τον Μάιο του 2013 και έπαιξε δύο βράδια στο Duende, το οποίο ήταν γεμάτο από φίλους που συνέρρευσαν από διάφορα μέρη της Ελλάδας, «προφανώς για να ακούσουν τη μουσική μας», τονίζει ο σαξοφωνίστας χωρίς να κρύβει τον ενθουσιασμό του. «Κανένας από την μπάντα δεν θα ξεχάσει αυτήν την εμπειρία. Το κοινό ήταν πιθανότατα το καλύτερο που έχω συναντήσει ποτέ».
Οπως το θέτει ο Φιλ Μπαρνς στο site allaboutjazz.com, μιλώντας για ένα από τα κομμάτια του άλμπουμ, «υπάρχει μία ενέργεια που προέρχεται πρωτίστως από την υπέροχη μπασογραμμή του Νικ Μπλάκα και το αιθέριο σαξόφωνο του Μπίρτσαλ, αλλά επίσης από τις φωνές και τις επευφημίες εκείνου του αφοσιωμένου πλήθους που μπορεί να ωθήσει μια σπουδαία ερμηνεία να γίνει πραγματικά αξέχαστη».
Οι περισσότερες κριτικές αντιμετωπίζουν το «Live in Larissa» ως έναν άτυπο φόρο τιμής στον Τζον Κολτρέιν. Αυτό ίσως να συμβαίνει γιατί το ένα από τα δύο κομμάτια του άλμπουμ που δεν αποτελούν συνθέσεις του Μπίρτσαλ είναι το «John Coltrane», ένας υπέροχος φόρος τιμής που κατείχε ξεχωριστή θέση στο ρεπερτόριο του Κλίφορντ Τζόρνταν, που ανοίγει την πρώτη πλευρά του πρώτου δίσκου του διπλού άλμπουμ. Ισως πάλι να συμβαίνει γιατί η πρώτη πλευρά του δεύτερου δίσκου ανοίγει με το «Journey in Satchidananda», της Αλις Κολτρέιν, σπουδαίας αρπίστριας και συζύγου του ήρωα της τζαζ, η οποία σ’ αυτήν τη σύνθεση περιέγραφε πώς ο σαξοφωνίστας επηρεάστηκε από τον σουάμι Σατσιντανάντα. Στην πραγματικότητα, το «Live in Larissa» απλώς –χωρίς να υπάρχει τίποτε απλό σ’ αυτό– εμφορείται από το πνεύμα του Κολτρέιν, ειδικά της τελευταίας περιόδου.
Είναι οι χαλαρές δομές των κομματιών που επιτρέπουν στο κουιντέτο να αυτοσχεδιάσει επικοινωνώντας με έναν σχεδόν τηλεπαθητικό τρόπο, είναι το ευρηματικό παίξιμο του Μπίρτσαλ που ακούγεται πότε θυελλώδης και πότε γαλήνιος, είναι η υφή του ήχου που πετυχαίνει η μπάντα (κυρίως χάρη στο βιμπράφωνο του Κόρι Μουάμπα), είναι όλα μαζί.
Φυσικά, είναι δύσκολο για οποιονδήποτε σαξοφωνίστα να ξεφύγει από τη σκιά του Κολτρέιν, ο Μπίρτσαλ όμως δεν αντιγράφει τον ήρωά του, δεν τον μιμείται, αλλά καταφέρνει να βρει και να αρθρώσει τη δική του φωνή, ακολουθώντας ταυτόχρονα τα βήματα του σπουδαίου μουσικού.
«Προσπάθησα να καταλάβω ακριβώς τι είναι αυτό που κάνει τη μουσική του να έχει τόσο βαθιά επίδραση πάνω μου και να προσπαθήσω να έχω αυτά τα στοιχεία παρόντα στο δικό μου παίξιμο και στις δικές μου συνθέσεις», παραδέχεται ο ίδιος. «Αλλά δεν αντιγράφω απλώς τα στοιχεία αυτά για να τα χρησιμοποιήσω για να φτιάξω τραγούδια και σόλο. Είναι κάτι πιο βαθύ, κάτι που πρέπει αν δουλέψεις πολύ σκληρά για να εκδηλωθεί σε κάθε πλευρά του τρόπου που ακούς και επεξεργάζεσαι τη μουσική, αλλά και του τρόπου που επεξεργάζεσαι τις εμπειρίες της ζωής σου και τις αφήνεις να βγουν μέσα από τη μουσική».
Οσο για την επιλογή του να παρακάμψει το cd και να κυκλοφορήσει το άλμπουμ σε διπλό δίσκο βινυλίου –και σε ηλεκτρονική μορφή– ο μουσικός εξηγεί ότι οι λόγοι ήταν ταυτόχρονα αισθητικοί και οικονομικοί. «Είμαι εραστής του βινυλίου και δεν είχα αρκετά χρήματα για να κόψω και cd και βινύλιο (σ.σ.: ο Μπίρτσαλ εκδίδει τα άλμπουμ του στη δική του εταιρεία, τη «Sound, Soul and Spirit») και η αγορά για τη μουσική μου είναι σχετικά μικρή.
Αισθητικά κομψοτεχνήματα, τα άλμπουμ με τα κατακόκκινα εξώφυλλα μπορούν να κάνουν τον καθένα εραστή του βινυλίου, ή όπως κατέληγε στην κριτική της η Independent, «αν δεν έχετε πια πικάπ, αυτός ο δίσκος είναι ικανός λόγος για να αγοράσετε ένα». Καθόλου άσχημα για μια συναυλία που ήταν το κύκνειο άσμα ενός μικρού μπαρ σε μια μικρή πόλη μιας μικρής χώρας που μαστίζεται από μια μεγάλη πτώχευση.
Το ότι ο εν λόγω δίσκος ηχογραφήθηκε ζωντανά στην Ελλάδα και δη στη Λάρισα, αγγίζει τα όρια του εξωφρενικού. Κι όμως, αυτό συμβαίνει τους τελευταίους μήνες, όταν στα μουσικά έντυπα και στις ειδικές στήλες του βρετανικού Τύπου άρχισαν να βρέχουν αστέρια για την τελευταία δουλειά του σαξοφωνίστα από το Μάντσεστερ Νατ Μπίρτσαλ με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Live in Larissa».
«Το να ακούς τον ψυχωμένο σαξοφωνίστα Νατ Μπίρτσαλ και το κουιντέτο του να παίζει σε έναν μικρό χώρο, είναι μία από τις πιο έντονες τζαζ εμπειρίες που μπορεί να έχεις», ξεκινά η κριτική του Φιλ Τζόνσον στην Independent. Ο περί ου ο λόγος χώρος δεν είναι άλλος από το Duende, ένα μπαρ που κατάφερε να γίνει σημείο αναφοράς για την ελληνική τζαζ σκηνή στα λίγα χρόνια που λειτούργησε στη Λάρισα – έκλεισε τον περασμένο Οκτώβριο, αλλά πιθανότατα θα ανοίξει ξανά, σε μικρότερο χώρο, προσεχώς. Δημιούργημα του σαξοφωνίστα Κώστα Βουλτσίδη, ο οποίος επέστρεψε από τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα, για να βρεθεί στη γενέτειρά του, τη Λάρισα, για οικογενειακούς λόγους, το Duende προσέφερε εναλλακτική ψυχαγωγία –και καταφύγιο– στους θαμώνες του, φιλοξενώντας τακτικά τους Ελληνες τζάζμεν στη μικροσκοπική του σκηνή. Πώς όμως βρέθηκε εκεί ένας σαξοφωνίστας που ακόμη και στην πατρίδα του χαρακτηρίζεται ως «ένας από τους κρυμμένους θησαυρούς της βρετανικής τζαζ;».
Κλασική περίπτωση «μουσικού των μουσικών», καλλιτέχνη δηλαδή που χαίρει εκτίμησης από το σινάφι του, αλλά παραμένει άγνωστος εν πολλοίς στο κοινό, ο Μπίρτσαλ κρατά αναμμένη τη δάδα της spiritual jazz, ενός ιδιώματος που άνθησε στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Το αέρινο σαξόφωνό του, με τον χαρακτηριστικό λυρισμό και τη γλαφυρή ερμηνεία, αντήχησε στον χώρο του Duende, όταν ένας από τους θαμώνες/ ερασιτέχνες DJ του μαγαζιού έβαλε ένα cd του να παίζει, μαγεύοντας τους λίγους παρευρισκόμενους.
Κάπως έτσι, ο μουσικός έγινε ένας από τους αγαπημένους του μαγαζιού και τον δύσκολο για τις δουλειές χειμώνα του 2012 ο Κώστας Βουλτσίδης αναζήτησε τον σαξοφωνίστα και ξεκίνησε αλληλογραφία μαζί του, ζητώντας του να παίξει στο Duende. «Δεν ήξερα τι να περιμένω», θυμάται ο Νατ Μπίρτσαλ. «Στην αρχή ξαφνιάστηκα που κάποιος μας ζητούσε να παίξουμε σε ένα μικρό μπαρ που σίγουρα δεν θα είχε την οικονομική ευχέρεια ενός φεστιβάλ. Αλλά αφού ανταλλάξαμε μερικά email πείστηκα ότι πρόκειται για έναν πραγματικό άνθρωπο που του αρέσει πραγματικά η μουσική μας».
Το κουιντέτο του Μπίρτσαλ έφτασε στη Λάρισα τον Μάιο του 2013 και έπαιξε δύο βράδια στο Duende, το οποίο ήταν γεμάτο από φίλους που συνέρρευσαν από διάφορα μέρη της Ελλάδας, «προφανώς για να ακούσουν τη μουσική μας», τονίζει ο σαξοφωνίστας χωρίς να κρύβει τον ενθουσιασμό του. «Κανένας από την μπάντα δεν θα ξεχάσει αυτήν την εμπειρία. Το κοινό ήταν πιθανότατα το καλύτερο που έχω συναντήσει ποτέ».
Οπως το θέτει ο Φιλ Μπαρνς στο site allaboutjazz.com, μιλώντας για ένα από τα κομμάτια του άλμπουμ, «υπάρχει μία ενέργεια που προέρχεται πρωτίστως από την υπέροχη μπασογραμμή του Νικ Μπλάκα και το αιθέριο σαξόφωνο του Μπίρτσαλ, αλλά επίσης από τις φωνές και τις επευφημίες εκείνου του αφοσιωμένου πλήθους που μπορεί να ωθήσει μια σπουδαία ερμηνεία να γίνει πραγματικά αξέχαστη».
Οι περισσότερες κριτικές αντιμετωπίζουν το «Live in Larissa» ως έναν άτυπο φόρο τιμής στον Τζον Κολτρέιν. Αυτό ίσως να συμβαίνει γιατί το ένα από τα δύο κομμάτια του άλμπουμ που δεν αποτελούν συνθέσεις του Μπίρτσαλ είναι το «John Coltrane», ένας υπέροχος φόρος τιμής που κατείχε ξεχωριστή θέση στο ρεπερτόριο του Κλίφορντ Τζόρνταν, που ανοίγει την πρώτη πλευρά του πρώτου δίσκου του διπλού άλμπουμ. Ισως πάλι να συμβαίνει γιατί η πρώτη πλευρά του δεύτερου δίσκου ανοίγει με το «Journey in Satchidananda», της Αλις Κολτρέιν, σπουδαίας αρπίστριας και συζύγου του ήρωα της τζαζ, η οποία σ’ αυτήν τη σύνθεση περιέγραφε πώς ο σαξοφωνίστας επηρεάστηκε από τον σουάμι Σατσιντανάντα. Στην πραγματικότητα, το «Live in Larissa» απλώς –χωρίς να υπάρχει τίποτε απλό σ’ αυτό– εμφορείται από το πνεύμα του Κολτρέιν, ειδικά της τελευταίας περιόδου.
Είναι οι χαλαρές δομές των κομματιών που επιτρέπουν στο κουιντέτο να αυτοσχεδιάσει επικοινωνώντας με έναν σχεδόν τηλεπαθητικό τρόπο, είναι το ευρηματικό παίξιμο του Μπίρτσαλ που ακούγεται πότε θυελλώδης και πότε γαλήνιος, είναι η υφή του ήχου που πετυχαίνει η μπάντα (κυρίως χάρη στο βιμπράφωνο του Κόρι Μουάμπα), είναι όλα μαζί.
Φυσικά, είναι δύσκολο για οποιονδήποτε σαξοφωνίστα να ξεφύγει από τη σκιά του Κολτρέιν, ο Μπίρτσαλ όμως δεν αντιγράφει τον ήρωά του, δεν τον μιμείται, αλλά καταφέρνει να βρει και να αρθρώσει τη δική του φωνή, ακολουθώντας ταυτόχρονα τα βήματα του σπουδαίου μουσικού.
«Προσπάθησα να καταλάβω ακριβώς τι είναι αυτό που κάνει τη μουσική του να έχει τόσο βαθιά επίδραση πάνω μου και να προσπαθήσω να έχω αυτά τα στοιχεία παρόντα στο δικό μου παίξιμο και στις δικές μου συνθέσεις», παραδέχεται ο ίδιος. «Αλλά δεν αντιγράφω απλώς τα στοιχεία αυτά για να τα χρησιμοποιήσω για να φτιάξω τραγούδια και σόλο. Είναι κάτι πιο βαθύ, κάτι που πρέπει αν δουλέψεις πολύ σκληρά για να εκδηλωθεί σε κάθε πλευρά του τρόπου που ακούς και επεξεργάζεσαι τη μουσική, αλλά και του τρόπου που επεξεργάζεσαι τις εμπειρίες της ζωής σου και τις αφήνεις να βγουν μέσα από τη μουσική».
Οσο για την επιλογή του να παρακάμψει το cd και να κυκλοφορήσει το άλμπουμ σε διπλό δίσκο βινυλίου –και σε ηλεκτρονική μορφή– ο μουσικός εξηγεί ότι οι λόγοι ήταν ταυτόχρονα αισθητικοί και οικονομικοί. «Είμαι εραστής του βινυλίου και δεν είχα αρκετά χρήματα για να κόψω και cd και βινύλιο (σ.σ.: ο Μπίρτσαλ εκδίδει τα άλμπουμ του στη δική του εταιρεία, τη «Sound, Soul and Spirit») και η αγορά για τη μουσική μου είναι σχετικά μικρή.
Αισθητικά κομψοτεχνήματα, τα άλμπουμ με τα κατακόκκινα εξώφυλλα μπορούν να κάνουν τον καθένα εραστή του βινυλίου, ή όπως κατέληγε στην κριτική της η Independent, «αν δεν έχετε πια πικάπ, αυτός ο δίσκος είναι ικανός λόγος για να αγοράσετε ένα». Καθόλου άσχημα για μια συναυλία που ήταν το κύκνειο άσμα ενός μικρού μπαρ σε μια μικρή πόλη μιας μικρής χώρας που μαστίζεται από μια μεγάλη πτώχευση.