Στὶς
13 Δεκεμβρίου τοῦ 1924, ἔφτασε ἀπό τὸ λιμάνι τῶν Μουδανιῶν
(Μαρμαρᾶς), στὸ λιμάνι τῆς Θεσσαλονίκης, τὸ βρετανικὸ φορτηγὸ πλοῖο
«Ζαν», ποὺ στ’ ἀμπάρια του μετέφερε ἕνα τραγικὸ καὶ πένθιμο φορτίο.
Ἕνα
φορτίο ποὺ ὑπογράμμιζε ἀκόμη περισσότερο τὴν ἀπανθρωπιά τῶν φονιάδων
τουρκοκεμαλικῶν, ποὺ δὲν ἀρκέστηκαν μόνο νὰ ἐξοντώσουν καὶ ἐξαφανίσουν
τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ Ἑλληνισμού τοῦ Πόντου καὶ τῆς μικρᾶς Ἀσίας,
ἀλλά κερδοσκόπησαν μὲ τὰ λείψανά του. ....
Τετρακόσιους
τόνους ἀνθρώπινα λείψανα μετέφερε τὸ φορτηγὸ πλοῖο, μὲ προορισμὸ τὶς
γαλλικὲς βιομηχανίες τῆς (ἀρχαίας ἑλληνικῆς ἀποικίας) Μασσαλίας.
Ἔτσι
οἱ Γάλλοι ποὺ ὑποστήριξαν μὲ κάθε τρόπο τὸν Κεμὰλ καὶ πρόδωσαν
θρασύτατα τὴν Ἑλλάδα, ἀφοῦ τὴν χρησιμοποίησαν ὅταν χρειάστηκε, ἀγόρασαν
τώρα καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν θυμάτων τους, γιὰ «βιομηχανικὴ χρήση». Οἱ ἐργάτες
τοῦ λιμένα Θεσσαλονίκης, ὅταν ἔμαθαν γιὰ τὸ περιεχόμενο τοῦ φορτίου,
προσπάθησαν νὰ ἐμποδίσουν τὸν ἀπόπλου τοῦ καραβιοῦ, ἀλλά μὲ παρέμβαση
τοῦ Ἄγγλου προξένου, τελικὰ ἀπέπλευσε. Ἡ Γαλλία καὶ ἡ Ἰταλία, οἱ ὁποῖες
θεωροῦσαν τὴν Συνθήκη τῶν Σεβρῶν ὡς διπλωματικὴ νίκη τῶν Ἄγγλων, ὄχι
μόνο ἀρνήθηκαν νὰ τὴν ὑπογράψουν, ἀλλά ἦλθαν καὶ σὲ συνεννόηση μὲ τὸν
Κεμὰλ, καὶ τοῦ ἄφησαν φεύγοντας ἀπό τὴ μικρᾶ Ἀσία πολεμικὸ ὑλικό, παρόλο
ποὺ γνώριζαν ὅτι αὐτό θὰ χρησιμοποιούνταν ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων.
Ν.Χόρτον
(…)
Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1915, ὁ Βρετανὸς ὑπουργός τῶν Ἐξωτερικῶν σὲρ
Ἔντουαρντ Γκρέυ, τηλεγράφησε στὸν Βρετανὸ πρεσβευτὴ στὴν Ἀθήνα καὶ τοῦ
συνέστησε νὰ προσφέρῃ στὴν Ἑλλάδα μία σημαντικὴ περιοχὴ στὰ παράλια τῆς
μικρᾶς Ἀσίας. Σὲ ἀντάλλαγμα ἡ Ἑλλάδα θὰ ἔμπαινε στὸν πόλεμο στὸ πλευρὸ
τῆς «Αντάντ». “Ἄν ὁ Βενιζέλος θέλει συγκεκριμένη ὑπόσχεση, θὰ τὴν
ἀποσπάσουμε χωρὶς δυσκολία” ἔγραψαν οἱ Βρετανοί ἰθύνοντες. Ὁ Βενιζέλος
συμφώνησε ν’ ἀποβιβαστοῦν συμμαχικὰ στρατεύματα στὴ Θεσσαλονίκη. Ὁ
βασιλιᾶς Κωνσταντῖνος καὶ οἱ ὑποστηρικτές του, ἀντιτέθηκαν στὴν
παράβαση αὐτή τῆς ἑλληνικῆς οὐδετερότητας. Ἔτσι δημιουργήθηκαν δύο
ἑλληνικές κυβερνήσεις (μία φιλοβενιζελικὴ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ μία
φιλοβασιλικὴ στὴν Ἀθήνα). Τὸν Μάϊο τοῦ 1919, τὶς τελευταῖες μέρες τῆς
διάσκεψης τῶν Παρισίων, ὁ Λόυντ Τζώρτζ καὶ ὁ Βενιζέλος, ἀποφάσισαν ὅτι
τὰ ἑλληνικά στρατεύματα θὰ καταλάμβαναν τὴν Σμύρνη, ἀπόφαση ποὺ
ἀντέβαινε στὶς συμβουλὲς πολλῶν ἀνδρῶν.
Στὶς
14 Μαίου, συμμαχικὰ ἀποσπάσματα κατέλαβαν τὸ λιμάνι τῆς Σμύρνης, ἐνῷ
τὴν ἐπομένη ἀποβιβάστηκαν τὰ ἑλληνικά στρατεύματα. Τὸν Αὔγουστο τοῦ
ἐπομένου ἔτους, ὁ σουλτᾶνος συνυπέγραψε τὴν Συνθήκη τῶν Σεβρῶν μὲ τὴν
ὁποῖα ἀπελευθερώνονταν ὁρισμένες ἑλληνικές περιοχὲς ἀπό τὴν ἐξουσία τῶν
τούρκων, ἐνῷ ἕνα μεγάλο μέρος τῆς αὐτοκρατορίας, ἔμπαινε ὑπό τὸν
ἔλεγχο Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς. Ἡ Συνθήκη ὅμως αὐτή, δἐν ἐπικυρώθηκε ποτὲ,
ὄχι μόνο γιατὶ συνάντησε τὴν ἀντίδραση τῶν Νεότουρκων τῆς Ἄγκυρας, ἀλλά
καὶ γιατὶ ἀρνήθηκαν νὰ ὑπογράψουν ἡ Γαλλία καὶ ἡ Ἰταλία, οἱ ὁποῖες
θεωροῦσαν τὴν Συνθήκη ὡς διπλωματικὴ νίκη τῶν Ἄγγλων καὶ τὴν Ἑλλάδα
δορυφόρο της. Ἔτσι, ὄχι μόνο ἦλθαν σὲ συνεννόηση μὲ τὸν Κεμὰλ, ἀλλά καὶ
τοῦ ἄφησαν φεύγοντας ἀπό τὴ μικρᾶ Ἀσία πολεμικὸ ὑλικό, παρόλο ποὺ
γνώριζαν ὅτι αὐτό θὰ χρησιμοποιούνταν ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων.
(…)
Ὅταν ἔφτασε ἡ τραγικὴ ὥρα τῆς καταστροφῆς, ὁ Χόρτον ἔγραψε γιὰ τὰ
συναισθήματά του. «Μία ἀπό τὶς ὀξύτερες ἐντυπώσεις ποὺ ἀποκόμισα ἀπό τὴ
Σμύρνη, ἦταν τὸ αἴσθημα τῆς βαθιᾶς ντροπῆς γιατὶ ἀνῆκα στὸ ἀνθρώπινο
γένος. Στὴν καταστροφὴ τῆς Καρχηδόνας δὲν ὑπῆρχε στόλος χριστιανικῶν
πολεμικῶν πλοίων νὰ παρακολουθοῦν μία κατάσταση γιὰ τὴν ὁποία οἱ
κυβερνήσεις τους ἦταν ὑπεύθυνες. Κι αὐτή ἡ παρουσία (τῶν πλοίων ποὺ
παρακολουθούσαν) ἦταν τὸ πιὸ λυπητερὸ καὶ τὸ πιὸ σημαντικὸ στοιχεῖο τῆς
ὅλης ἱστορίας»…