Φανταστείτε ξαφνικά τα όνειρά μας να κοβόντουσαν στα μέτρα μας. Ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο. Να δουλεύαμε με τα υλικά που έχουμε. Να παράγαμε αυτό που μπορούσαμε. Να είχαμε επάρκεια σίτισης και πρώτων υλών δικές μας. Να ......
μοιράζαμε τις ικανότητές μας, τις γνώσεις μας και να τις προσφέραμε στην πραγματική ανάπτυξη του τόπου μας. Να είμαστε μικροί αλλά με καθαρά όνειρα κι όχι με πλαστές ανάγκες.
Σαν λαός είμαστε φύση πολυμήχανοι. Είμαστε φύση χαρούμενοι, γλεντζέδες.
Ποιος έχει πάρει το γέλιο από το πρόσωπό μας?
Ποιος μας ανάγκασε να γίνουμε κάτι ασύμβατο με τη φύση μας και με το τόπο μας? Τι δουλειά έχουμε εμείς να φτιάχνουμε ουρανοξύστες για να κρύβουμε τον ήλιο μας, όπως αναγκάστηκαν να κάνουν λαοί που έψαχναν να τον βρουν.
Τι δουλειά έχουμε εμείς να χρειαζόμαστε αυτοκίνητα που έχουν προδιαγραφές για τεράστιους αυτοκινητόδρομους, μεγάλες αποστάσεις, δύσβατα μέρη, όταν με μια βόλτα γυρνάμε από την μια άκρη της πατρίδας μας μέχρι την άλλη άνετα. Τι δουλειά έχουμε εμείς να τρώμε ετοιματζίδικα φαγητά, να βάζουμε πλαστικά βούτυρα στα πιάτα μας, να τρώμε μολυσμένα κρέατα, να πίνουμε σφραγισμένα νερά, σ΄ενα τόπο που ανθούν όλων των ειδών τα φρούτα, τα λαχανικά, τα βότανα, ευλογημένα από τη φύση, τον ήλιο, τη θάλασσα, με άφθονα νερά που βγαίνουν μέσα από τα βουνά μας, τις πηγές μας, με τόσο μικρό πληθυσμό που ακόμα κι όσοι ήθελαν το κρέας τους μπορούσαν να το βρουν χωρίς τοξίνες, καθαρό και τα γαλακτοκομικά τους αγνά όπως ήταν κάποτε.
Τι δουλειά έχουμε να ακριβοπληρώνουμε ρούχα, παπούτσια, καλλυντικά, δεν μπορούμε να φτιάξουμε μόνοι μας?
Που πήγαν και γιατί έκλεισαν παραδοσιακές ελληνικές επιχειρήσεις που οι πατεράδες μας προμηθευόντουσαν από τα ρούχα που φόραγαν μέχρι τα ψυγεία τους, τις κουζίνες τους.
Που είναι η έρευνα και τεχνολογία που θα μπορούσε να ανθίζει από ικανότατους επιστήμονες που έφυγαν κακήν κακώς αγνοημένοι και διαπρέπουν σε ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια του εξωτερικού?
Που είναι οι τεχνίτες μας, οι καλλιτέχνες μας που το ξέρουμε πως είναι αστείρευτοι και κάθε φορά που τους δόθηκε η δυνατότητα δημιούργησαν μικρά θαύματα.
Που είναι οι γιατροί μας, οι μηχανικοί μας, να εργάζονται σε ελληνικά ιδρύματα, σε ελληνικές επιχειρήσεις στα μέτρα των αναγκών των Ελλήνων.
Στα μέτρα του χώρου που μας αναλογεί και που μπορούσαμε να τον έχουμε κάνει στολίδι.
Πόσοι προδότες δούλεψαν για να καταντήσει έτσι αυτός ο τόπος?
Πόσοι ανόητοι και φιλοτομαριστές κάτοικοι λάτρεψαν τόσο πολύ το ξενόφερτο, το ασύμβατο και κατανάλωσαν τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους για να καταφέρουν να είναι άρρωστοι, αποχαυνωμένοι και τελικά πεινασμένοι, σαν τα ποντίκια πιασμένοι σε μια φάκα που οι ίδιοι επέτρεψαν να στηθεί.
Δεν μπορούμε να καταλάβουμε επί τέλους, πως αυτή η δυστυχία που νοιώθουμε μέσα μας, αυτό το κενό, αυτή η μιζέρια που δεν μπορούμε να τινάξουμε από πάνω μας, είναι γιατί αναγκάσαμε τη φύση μας να υποταχθεί σε κάτι ασύμβατο με αυτό που είναι μέσα στο κύτταρο μας. Αναγκαστήκαμε να διασκεδάζουμε ψεύτικα, να τρώμε πλαστικά, να γλεντάμε αμερικάνικα, να ντυνόμαστε ευρωπαϊκά, να τρώμε βλακείες, να τραγουδάμε σε ακαταλαβίστικα, να έχουμε σαν πρότυπα μοντέλα ανθρώπων και αντιλήψεων που συγκρούονται συνέχεια με αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε.
Μάθαμε να επιθυμούμε ότι δεν είμαστε και πνίξαμε αυτό που θα μπορούσαμε να γίνουμε. Μάθαμε να φοράμε ένα ακριβό αλλά στενό κοστούμι φτιαγμένο για κάποιον άλλο και κρύψαμε τα ρούχα μας, αυτά που μας έκαναν να διαφέρουμε, να νοιώθουμε ελεύθεροι και ατίθασοι, σ΄ενα παλιοντούλαπο, και μάθαμε να ντρεπόμαστε για αυτά που θα έπρεπε να είμαστε περήφανοι και να επιδεικνύουμε σαν μαγκιά τα αίσχη που θα έπρεπε να σιχαινόμαστε.
Ναι ξέρω, όλα αυτά είναι πλέον όνειρα απατηλά, σκέψεις παιδιάστικες που δεν έχουν καμιά σχέση με τη πραγματικότητα. Και ποιος τη δημιουργεί επί τέλους αυτή τη γ@μημένη πραγματικότητα?
Θα μας τσακίσουν έτσι και τολμήσουμε να κάνουμε τέτοια όνειρα λένε πολλοί.
Θα μας κάνουν χίλια κομμάτια έτσι και σηκώσουμε κεφάλι.
Και το λένε σε εμάς και το δεχόμαστε, την ίδια στιγμή που παπαγαλίζουμε τη θυσία των τριακοσίων, ή την έξοδο του Μεσολογγίου.
Αποδεχόμαστε εμείς το γεγονός πως πρέπει να αρκεστούμε σε όσα μας επιβάλουν γιατί αλλιώς θα μας θερίσουν οι μεγάλες δυνάμεις, εμείς, που είπαμε ξανά και ξανά χίλιες φορές το «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή...» Ναι όντως, από ότι βλέπω το πρόβλημα είναι πως δεν είπαμε εμείς τη παραπάνω φράση.
Απλά τη παπαγαλίζαμε υποχρεωτικά στο σχολείο.
Δεν τη καταλάβαμε.
Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε το νόημά της. Η καλύτερα δεν έχουμε καμιά διάθεση να την ακολουθήσουμε.
Το δικό μας ρητό έγινε «καλύτερα μια ζωή φτηνιάρικο βόλεμα και ταπείνωση, παρά μιας ώρας αξιοπρέπεια αλλά με ακριβό τίμημα...»
Το να μιλάει κανείς για όλα αυτά πλέον μοιάζει γελοίο.
Ανούσιο.
Γραφικό.
Κι εφόσον η ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η ικανότητα να αυτοδιαχειριστεί κάποιος το τόπο του, η επιθυμία να αγαπάει κάποιος τη πατρίδα του και τους συνανθρώπους του και να μπορεί να δουλεύει έντιμα για την ανάπτυξη και την ευημερία είναι γραφικότητα, τότε
Όλοι μαζί μπορούμε να πάμε να πνιγούμε.
μοιράζαμε τις ικανότητές μας, τις γνώσεις μας και να τις προσφέραμε στην πραγματική ανάπτυξη του τόπου μας. Να είμαστε μικροί αλλά με καθαρά όνειρα κι όχι με πλαστές ανάγκες.
Σαν λαός είμαστε φύση πολυμήχανοι. Είμαστε φύση χαρούμενοι, γλεντζέδες.
Ποιος έχει πάρει το γέλιο από το πρόσωπό μας?
Ποιος μας ανάγκασε να γίνουμε κάτι ασύμβατο με τη φύση μας και με το τόπο μας? Τι δουλειά έχουμε εμείς να φτιάχνουμε ουρανοξύστες για να κρύβουμε τον ήλιο μας, όπως αναγκάστηκαν να κάνουν λαοί που έψαχναν να τον βρουν.
Τι δουλειά έχουμε εμείς να χρειαζόμαστε αυτοκίνητα που έχουν προδιαγραφές για τεράστιους αυτοκινητόδρομους, μεγάλες αποστάσεις, δύσβατα μέρη, όταν με μια βόλτα γυρνάμε από την μια άκρη της πατρίδας μας μέχρι την άλλη άνετα. Τι δουλειά έχουμε εμείς να τρώμε ετοιματζίδικα φαγητά, να βάζουμε πλαστικά βούτυρα στα πιάτα μας, να τρώμε μολυσμένα κρέατα, να πίνουμε σφραγισμένα νερά, σ΄ενα τόπο που ανθούν όλων των ειδών τα φρούτα, τα λαχανικά, τα βότανα, ευλογημένα από τη φύση, τον ήλιο, τη θάλασσα, με άφθονα νερά που βγαίνουν μέσα από τα βουνά μας, τις πηγές μας, με τόσο μικρό πληθυσμό που ακόμα κι όσοι ήθελαν το κρέας τους μπορούσαν να το βρουν χωρίς τοξίνες, καθαρό και τα γαλακτοκομικά τους αγνά όπως ήταν κάποτε.
Τι δουλειά έχουμε να ακριβοπληρώνουμε ρούχα, παπούτσια, καλλυντικά, δεν μπορούμε να φτιάξουμε μόνοι μας?
Που πήγαν και γιατί έκλεισαν παραδοσιακές ελληνικές επιχειρήσεις που οι πατεράδες μας προμηθευόντουσαν από τα ρούχα που φόραγαν μέχρι τα ψυγεία τους, τις κουζίνες τους.
Που είναι η έρευνα και τεχνολογία που θα μπορούσε να ανθίζει από ικανότατους επιστήμονες που έφυγαν κακήν κακώς αγνοημένοι και διαπρέπουν σε ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια του εξωτερικού?
Που είναι οι τεχνίτες μας, οι καλλιτέχνες μας που το ξέρουμε πως είναι αστείρευτοι και κάθε φορά που τους δόθηκε η δυνατότητα δημιούργησαν μικρά θαύματα.
Που είναι οι γιατροί μας, οι μηχανικοί μας, να εργάζονται σε ελληνικά ιδρύματα, σε ελληνικές επιχειρήσεις στα μέτρα των αναγκών των Ελλήνων.
Στα μέτρα του χώρου που μας αναλογεί και που μπορούσαμε να τον έχουμε κάνει στολίδι.
Πόσοι προδότες δούλεψαν για να καταντήσει έτσι αυτός ο τόπος?
Πόσοι ανόητοι και φιλοτομαριστές κάτοικοι λάτρεψαν τόσο πολύ το ξενόφερτο, το ασύμβατο και κατανάλωσαν τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους για να καταφέρουν να είναι άρρωστοι, αποχαυνωμένοι και τελικά πεινασμένοι, σαν τα ποντίκια πιασμένοι σε μια φάκα που οι ίδιοι επέτρεψαν να στηθεί.
Δεν μπορούμε να καταλάβουμε επί τέλους, πως αυτή η δυστυχία που νοιώθουμε μέσα μας, αυτό το κενό, αυτή η μιζέρια που δεν μπορούμε να τινάξουμε από πάνω μας, είναι γιατί αναγκάσαμε τη φύση μας να υποταχθεί σε κάτι ασύμβατο με αυτό που είναι μέσα στο κύτταρο μας. Αναγκαστήκαμε να διασκεδάζουμε ψεύτικα, να τρώμε πλαστικά, να γλεντάμε αμερικάνικα, να ντυνόμαστε ευρωπαϊκά, να τρώμε βλακείες, να τραγουδάμε σε ακαταλαβίστικα, να έχουμε σαν πρότυπα μοντέλα ανθρώπων και αντιλήψεων που συγκρούονται συνέχεια με αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε.
Μάθαμε να επιθυμούμε ότι δεν είμαστε και πνίξαμε αυτό που θα μπορούσαμε να γίνουμε. Μάθαμε να φοράμε ένα ακριβό αλλά στενό κοστούμι φτιαγμένο για κάποιον άλλο και κρύψαμε τα ρούχα μας, αυτά που μας έκαναν να διαφέρουμε, να νοιώθουμε ελεύθεροι και ατίθασοι, σ΄ενα παλιοντούλαπο, και μάθαμε να ντρεπόμαστε για αυτά που θα έπρεπε να είμαστε περήφανοι και να επιδεικνύουμε σαν μαγκιά τα αίσχη που θα έπρεπε να σιχαινόμαστε.
Ναι ξέρω, όλα αυτά είναι πλέον όνειρα απατηλά, σκέψεις παιδιάστικες που δεν έχουν καμιά σχέση με τη πραγματικότητα. Και ποιος τη δημιουργεί επί τέλους αυτή τη γ@μημένη πραγματικότητα?
Θα μας τσακίσουν έτσι και τολμήσουμε να κάνουμε τέτοια όνειρα λένε πολλοί.
Θα μας κάνουν χίλια κομμάτια έτσι και σηκώσουμε κεφάλι.
Και το λένε σε εμάς και το δεχόμαστε, την ίδια στιγμή που παπαγαλίζουμε τη θυσία των τριακοσίων, ή την έξοδο του Μεσολογγίου.
Αποδεχόμαστε εμείς το γεγονός πως πρέπει να αρκεστούμε σε όσα μας επιβάλουν γιατί αλλιώς θα μας θερίσουν οι μεγάλες δυνάμεις, εμείς, που είπαμε ξανά και ξανά χίλιες φορές το «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή...» Ναι όντως, από ότι βλέπω το πρόβλημα είναι πως δεν είπαμε εμείς τη παραπάνω φράση.
Απλά τη παπαγαλίζαμε υποχρεωτικά στο σχολείο.
Δεν τη καταλάβαμε.
Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε το νόημά της. Η καλύτερα δεν έχουμε καμιά διάθεση να την ακολουθήσουμε.
Το δικό μας ρητό έγινε «καλύτερα μια ζωή φτηνιάρικο βόλεμα και ταπείνωση, παρά μιας ώρας αξιοπρέπεια αλλά με ακριβό τίμημα...»
Το να μιλάει κανείς για όλα αυτά πλέον μοιάζει γελοίο.
Ανούσιο.
Γραφικό.
Κι εφόσον η ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η ικανότητα να αυτοδιαχειριστεί κάποιος το τόπο του, η επιθυμία να αγαπάει κάποιος τη πατρίδα του και τους συνανθρώπους του και να μπορεί να δουλεύει έντιμα για την ανάπτυξη και την ευημερία είναι γραφικότητα, τότε
Όλοι μαζί μπορούμε να πάμε να πνιγούμε.