Την ώρα που ελληνική κυβέρνηση μετράει τα... ψιλά στα δημόσια ταμεία για να βγάλει τον μήνα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία έχουν ήδη ξεκινήσει να αποπληρώνουν τα δάνεια προς το ΔΝΤ και μάλιστα νωρίτερα απ’ ό,τι ήταν προγραμματισμένο. Αυτές οι αντίθετες πορείες κάνουν αρκετούς να αναρωτιούνται: Γιατί το Μνημόνιο πέτυχε στις άλλες χώρες και όχι στην Ελλάδα;
Οι απαντήσεις στην ερώτηση...... αυτή διίστανται. Τεχνοκράτες, εντός κι εκτός Ελλάδος, αλλά και αξιωματούχοι, επισημαίνουν ότι το Μνημόνιο ή αλλιώς το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής πέτυχε και στη χώρα μας, παρά το μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχουν και τεχνοκράτες, αξιωματούχοι –ακόμη και στελέχη της τρόικας– που παραδέχονται στην «Κ» ότι το πρόγραμμα απέτυχε στην Ελλάδα και μάλιστα για πολύ συγκεκριμένους λόγους, πολιτικούς και τεχνικούς:
Πρώτον, η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα-μέλος της Ευρωζώνης που ήρθε αντιμέτωπη με τη χρεοκοπία. Το 2010 δεν υπήρχε καμία τεχνογνωσία από την πλευρά της Ευρωζώνης. Με αφορμή την Ελλάδα έγιναν οι απαραίτητες αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της, αλλά έγιναν και λάθη, όπως παρατηρούν στελέχη του ΔΝΤ, τα οποία, μιλώντας στην «Κ», τα κωδικοποιούν ως εξής:
• Η Ευρωζώνη δεν δέχθηκε το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους πριν ξεκινήσει το πρόγραμμα διάσωσης. Το «κούρεμα» ήταν λέξη-ταμπού για την Ευρωζώνη, όπως ήταν και η λέξη διάσωση. Παρ’ όλα αυτά, σε πολιτικό επίπεδο περάσαμε από το «no bailout» (όχι διάσωση) στο «bailout» (διάσωση) και έτσι δημιουργήθηκε ο ευρωπαϊκός μηχανισμός διάσωσης. Ωστόσο, το θέμα του «κουρέματος» δεν πέρασε εγκαίρως, σε μία χώρα που είχε πρόβλημα λόγω τεράστιου χρέους. Ετσι, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα το οποίο έκανε το χρέος ακόμη πιο προβληματικό. Ολα αυτά είχαν λυθεί για την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, οι οποίες ζήτησαν βοήθεια το 2011 και φυσικά το πρόβλημά τους ήταν περίπου τέσσερις φορές μικρότερο από αυτό της Ελλάδας.
• Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είχε καμία εμπειρία και τεχνογνωσία σε διασώσεις και αναδιαρθρώσεις. Ετσι, κλήθηκε το ΔΝΤ, που έχει εμπειρία κυρίως στην επίλυση θεμάτων ρευστότητας και χρέους, να επιλύσει τα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης. «Θυμάμαι που η Κομισιόν στο πρώτο Μνημόνιο είχε εντάξει στις υποχρεώσεις της Ελλάδας όλες τις ευρωπαϊκές οδηγίες που δεν είχε θεσμοθετήσει μέχρι τότε – από τις πιο σχετικές μέχρι τις πιο άσχετες με το πρόβλημα, όπως π.χ. για τις κεραίες κ.λπ.», σημειώνει στέλεχος των τεχνικών κλιμακίων.
• Η Ευρωζώνη δεν είχε διάθεση να δώσει περισσότερα χρήματα και έτσι διαμορφώθηκε ένα πρόγραμμα τριών ετών. Αυτό σημαίνει τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή σε ελάχιστο χρόνο (σκληρή λιτότητα και μεγάλη ύφεση), με ένα χρέος μη βιώσιμο και με μία χώρα με σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα σε όλα τα επίπεδα. Αυτό το μείγμα είχε ως αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να «σκάσει».
Δεύτερον, η πολιτική ηγεσία και τα ανώτατα στελέχη των υπουργείων στην Ελλάδα δεν είχαν πείρα ούτε και όρεξη να προχωρήσουν σε πραγματικές μεταρρυθμίσεις. Τα δύο πρώτα χρόνια η Ελλάδα απλώς θεσμοθετούσε, αλλά στην πράξη δεν προχωρούσε τίποτα. Η προσαρμογή γινόταν μόνο από περικοπές και αύξηση φορολογίας, δηλαδή από την απλή λύση.
Τρίτον, η διαπραγματευτική ικανότητα της Ελλάδας ήταν ανύπαρκτη. Ουσιαστικά δεν υπήρχε διάλογος. Η τρόικα περίμενε ότι οι άνθρωποι των υπουργείων θα γνώριζαν καλύτερα την οικονομία τους και ότι θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν μία πρόταση ή να απορρίψουν ένα μέτρο με συγκεκριμένα επιχειρήματα και νούμερα. Σε ελάχιστες περιπτώσεις έγινε αυτό. Ετσι, ο διάλογος και η διαπραγμάτευση είχαν καταλήξει σε μονόλογο: «Ωραία, αφού δεν έχετε να προτείνετε κάτι, πάρτε αυτά τα μέτρα, αλλιώς δεν παίρνετε λεφτά». Η μόνη εύκολη λύση-αντιπρόταση ήταν «αντί γι’ αυτήν τη μεταρρύθμιση, π.χ. απολύσεις στο Δημόσιο, να αυξήσουμε φόρους και να κάνουμε κι άλλες περικοπές δαπανών;». Οταν τα πράγματα είχαν φτάσει στο απροχώρητο, η αντιπρόταση γινόταν εν μέρει δεκτή, μέχρι την επόμενη αξιολόγηση, όπου πάλι κατέληγαν σε αρκετές περικοπές και σε λιγότερες μεταρρυθμίσεις.
Τέταρτον, όταν ήρθαν τα πρώτα κλιμάκια της τρόικας στην Ελλάδα, είδαν μια χώρα παρατημένη στο έλεος του Θεού. Καμία μηχανοργάνωση, καμία δομή, έλλειψη στοιχείων για τα βασικά... «Θυμηθήκαμε μία αποστολή στην Αίγυπτο», είπε στέλεχος της Κομισιόν.
Μισή μεταρρύθμιση και πολλή λιτότητα
Και η μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή στην Ιστορία που πέτυχε η Ελλάδα δεν είναι επίτευγμα; Ναι, φυσικά, αλλά αν κόβεις συνέχεια δαπάνες και αυξάνεις φόρους, είναι δεδομένο ότι θα φτάσεις στα πλεονάσματα. Το θέμα είναι ότι δεν βελτιώνεις την οικονομία, δεν την κάνεις πιο ανταγωνιστική, δεν περιορίζεις τον πόνο της λιτότητας στους φορολογουμένους και στους εργαζομένους. Ως ενδεικτικό παράδειγμα αναφέρεται το εξής: παρά την τεράστια ύφεση (20,3% από το 2010 μέχρι το 2014), το γενικό επίπεδο τιμών (ακρίβεια) αυξήθηκε, ενώ τα εισοδήματα μειώθηκαν. Εγινε μία μεταρρύθμιση που αφορούσε τα εργασιακά (μείωση μισθών κ.λπ.) που έπληξε τους εργαζομένους. Πράγματι, το κόστος εργασίας μειώθηκε. Αλλά τα στοιχεία της τρόικας δείχνουν ότι οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών αυξήθηκαν, όπως επίσης αυξήθηκε το περιθώριο κέρδους των επιχειρήσεων. Με άλλα λόγια, έγινε μεταφορά εισοδήματος από τους εργαζομένους στις επιχειρήσεις. Αυτό διότι δεν άνοιξαν οι αγορές και τα κλειστά επαγγέλματα, δεν χτυπήθηκαν τα καρτέλ κ.λπ. Επομένως, μισή μεταρρύθμιση και πολλή λιτότητα σημαίνει διπλάσιος πόνος χωρίς αποτέλεσμα.
Τα στοιχεία των τεχνικών κλιμακίων που κάνουν τις αξιολογήσεις είναι χαρακτηριστικά: από το 2010 μέχρι τα τέλη του 2014, το ονομαστικό κόστος εργασίας μειώθηκε κατά 12%. Ομως, το γενικό επίπεδο τιμών αυξήθηκε κατά 2,5% με ύφεση 20%, ενώ η καθαρή αποταμίευση των επιχειρήσεων αυξήθηκε από το 7% το 2012 (όταν εφαρμόστηκαν οι περισσότερες μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά) στο 8%.
Οι απαντήσεις στην ερώτηση...... αυτή διίστανται. Τεχνοκράτες, εντός κι εκτός Ελλάδος, αλλά και αξιωματούχοι, επισημαίνουν ότι το Μνημόνιο ή αλλιώς το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής πέτυχε και στη χώρα μας, παρά το μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχουν και τεχνοκράτες, αξιωματούχοι –ακόμη και στελέχη της τρόικας– που παραδέχονται στην «Κ» ότι το πρόγραμμα απέτυχε στην Ελλάδα και μάλιστα για πολύ συγκεκριμένους λόγους, πολιτικούς και τεχνικούς:
Πρώτον, η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα-μέλος της Ευρωζώνης που ήρθε αντιμέτωπη με τη χρεοκοπία. Το 2010 δεν υπήρχε καμία τεχνογνωσία από την πλευρά της Ευρωζώνης. Με αφορμή την Ελλάδα έγιναν οι απαραίτητες αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της, αλλά έγιναν και λάθη, όπως παρατηρούν στελέχη του ΔΝΤ, τα οποία, μιλώντας στην «Κ», τα κωδικοποιούν ως εξής:
• Η Ευρωζώνη δεν δέχθηκε το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους πριν ξεκινήσει το πρόγραμμα διάσωσης. Το «κούρεμα» ήταν λέξη-ταμπού για την Ευρωζώνη, όπως ήταν και η λέξη διάσωση. Παρ’ όλα αυτά, σε πολιτικό επίπεδο περάσαμε από το «no bailout» (όχι διάσωση) στο «bailout» (διάσωση) και έτσι δημιουργήθηκε ο ευρωπαϊκός μηχανισμός διάσωσης. Ωστόσο, το θέμα του «κουρέματος» δεν πέρασε εγκαίρως, σε μία χώρα που είχε πρόβλημα λόγω τεράστιου χρέους. Ετσι, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα το οποίο έκανε το χρέος ακόμη πιο προβληματικό. Ολα αυτά είχαν λυθεί για την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, οι οποίες ζήτησαν βοήθεια το 2011 και φυσικά το πρόβλημά τους ήταν περίπου τέσσερις φορές μικρότερο από αυτό της Ελλάδας.
• Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είχε καμία εμπειρία και τεχνογνωσία σε διασώσεις και αναδιαρθρώσεις. Ετσι, κλήθηκε το ΔΝΤ, που έχει εμπειρία κυρίως στην επίλυση θεμάτων ρευστότητας και χρέους, να επιλύσει τα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης. «Θυμάμαι που η Κομισιόν στο πρώτο Μνημόνιο είχε εντάξει στις υποχρεώσεις της Ελλάδας όλες τις ευρωπαϊκές οδηγίες που δεν είχε θεσμοθετήσει μέχρι τότε – από τις πιο σχετικές μέχρι τις πιο άσχετες με το πρόβλημα, όπως π.χ. για τις κεραίες κ.λπ.», σημειώνει στέλεχος των τεχνικών κλιμακίων.
• Η Ευρωζώνη δεν είχε διάθεση να δώσει περισσότερα χρήματα και έτσι διαμορφώθηκε ένα πρόγραμμα τριών ετών. Αυτό σημαίνει τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή σε ελάχιστο χρόνο (σκληρή λιτότητα και μεγάλη ύφεση), με ένα χρέος μη βιώσιμο και με μία χώρα με σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα σε όλα τα επίπεδα. Αυτό το μείγμα είχε ως αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να «σκάσει».
Δεύτερον, η πολιτική ηγεσία και τα ανώτατα στελέχη των υπουργείων στην Ελλάδα δεν είχαν πείρα ούτε και όρεξη να προχωρήσουν σε πραγματικές μεταρρυθμίσεις. Τα δύο πρώτα χρόνια η Ελλάδα απλώς θεσμοθετούσε, αλλά στην πράξη δεν προχωρούσε τίποτα. Η προσαρμογή γινόταν μόνο από περικοπές και αύξηση φορολογίας, δηλαδή από την απλή λύση.
Τρίτον, η διαπραγματευτική ικανότητα της Ελλάδας ήταν ανύπαρκτη. Ουσιαστικά δεν υπήρχε διάλογος. Η τρόικα περίμενε ότι οι άνθρωποι των υπουργείων θα γνώριζαν καλύτερα την οικονομία τους και ότι θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν μία πρόταση ή να απορρίψουν ένα μέτρο με συγκεκριμένα επιχειρήματα και νούμερα. Σε ελάχιστες περιπτώσεις έγινε αυτό. Ετσι, ο διάλογος και η διαπραγμάτευση είχαν καταλήξει σε μονόλογο: «Ωραία, αφού δεν έχετε να προτείνετε κάτι, πάρτε αυτά τα μέτρα, αλλιώς δεν παίρνετε λεφτά». Η μόνη εύκολη λύση-αντιπρόταση ήταν «αντί γι’ αυτήν τη μεταρρύθμιση, π.χ. απολύσεις στο Δημόσιο, να αυξήσουμε φόρους και να κάνουμε κι άλλες περικοπές δαπανών;». Οταν τα πράγματα είχαν φτάσει στο απροχώρητο, η αντιπρόταση γινόταν εν μέρει δεκτή, μέχρι την επόμενη αξιολόγηση, όπου πάλι κατέληγαν σε αρκετές περικοπές και σε λιγότερες μεταρρυθμίσεις.
Τέταρτον, όταν ήρθαν τα πρώτα κλιμάκια της τρόικας στην Ελλάδα, είδαν μια χώρα παρατημένη στο έλεος του Θεού. Καμία μηχανοργάνωση, καμία δομή, έλλειψη στοιχείων για τα βασικά... «Θυμηθήκαμε μία αποστολή στην Αίγυπτο», είπε στέλεχος της Κομισιόν.
Μισή μεταρρύθμιση και πολλή λιτότητα
Και η μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή στην Ιστορία που πέτυχε η Ελλάδα δεν είναι επίτευγμα; Ναι, φυσικά, αλλά αν κόβεις συνέχεια δαπάνες και αυξάνεις φόρους, είναι δεδομένο ότι θα φτάσεις στα πλεονάσματα. Το θέμα είναι ότι δεν βελτιώνεις την οικονομία, δεν την κάνεις πιο ανταγωνιστική, δεν περιορίζεις τον πόνο της λιτότητας στους φορολογουμένους και στους εργαζομένους. Ως ενδεικτικό παράδειγμα αναφέρεται το εξής: παρά την τεράστια ύφεση (20,3% από το 2010 μέχρι το 2014), το γενικό επίπεδο τιμών (ακρίβεια) αυξήθηκε, ενώ τα εισοδήματα μειώθηκαν. Εγινε μία μεταρρύθμιση που αφορούσε τα εργασιακά (μείωση μισθών κ.λπ.) που έπληξε τους εργαζομένους. Πράγματι, το κόστος εργασίας μειώθηκε. Αλλά τα στοιχεία της τρόικας δείχνουν ότι οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών αυξήθηκαν, όπως επίσης αυξήθηκε το περιθώριο κέρδους των επιχειρήσεων. Με άλλα λόγια, έγινε μεταφορά εισοδήματος από τους εργαζομένους στις επιχειρήσεις. Αυτό διότι δεν άνοιξαν οι αγορές και τα κλειστά επαγγέλματα, δεν χτυπήθηκαν τα καρτέλ κ.λπ. Επομένως, μισή μεταρρύθμιση και πολλή λιτότητα σημαίνει διπλάσιος πόνος χωρίς αποτέλεσμα.
Τα στοιχεία των τεχνικών κλιμακίων που κάνουν τις αξιολογήσεις είναι χαρακτηριστικά: από το 2010 μέχρι τα τέλη του 2014, το ονομαστικό κόστος εργασίας μειώθηκε κατά 12%. Ομως, το γενικό επίπεδο τιμών αυξήθηκε κατά 2,5% με ύφεση 20%, ενώ η καθαρή αποταμίευση των επιχειρήσεων αυξήθηκε από το 7% το 2012 (όταν εφαρμόστηκαν οι περισσότερες μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά) στο 8%.