Διαβάζοντας το νέο βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο
Σε κάθε νέο μυθιστόρημα που κυκλοφορεί ο Ουμπέρτο Έκο,ξέρεις από πριν ότι κρύβεται ένα μυστικό, η αποκάλυψη του οποίου, στο τέλος, σε αφήνει με τη μουδιασμένη αίσθηση ότι υπάρχει μία...... παγκόσμια συνωμοσία στην οποία, σαν συγκοινωνούντα δοχεία, συνδέονται τα πάντα.
Το ίδιο ισχύει και στο «Numero Zero», «Φύλλο μηδέν» στα ελληνικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, το «μυστικό» δεν μένει απλά το κλειδί του φινάλε, αλλά απλώνεται και πέρα από αυτό, σαν μία εφιαλτική πραγματικότητα, σαν μία ντε φάκτο ιστορία. Τα όρια μεταξύ αλήθειας και ψεύτικης πραγματικότητας μπλέκονται ιδανικά στο περιβάλλον μίας πειραματικής έκδοσης εφημερίδας με το όνομα «Αύριο», ο διευθυντής της οποίας εξασκεί τους συντάκτες της σε μία δοκιμαστική διαχείριση θεμάτων και ειδήσεων που έχουν ήδη συμβεί, αντλώντας από το παρελθόν – και έτσι προβλέποντας την εξέλιξή τους. Και όχι μόνο αυτό αλλά και στρέφοντας την εξέλιξή τους προς την οπτική που εξυπηρετεί την εφημερίδα ή ακόμα και «το σύστημα». Ακούγεται μπερδεμένο αλλά είναι ένα ενδιαφέρον παιχνίδι μεθόδων χαλιναγώγησης της κοινής γνώμης, ένα θέατρο κυνισμού:
(…) «“…ο εκδότης μας θα χαιρόταν να δει πώς μπορούμε να ρίξουμε μια σκιά υποψίας σ’ αυτόν τον ανακατωσούρα δικαστή. Προσέξτε καλά, σήμερα για να αντικρούσεις μία κατηγορία, δεν χρειάζεται να αποδείξεις το αντίθετο, αρκεί να απαξιώσεις εκείνον που σε κατηγορεί. Επομένως, ορίστε το όνομα και το επώνυμο αυτού του τύπου και ο Παλατίνο θα πεταχτεί μέχρι το Ρίμινι μ’ ένα κασετόφωνο και μία φωτογραφική μηχανή. Ακολουθεί τον ακέραιο τοποτηρητή του κράτους, κανείς δεν είναι ποτέ εκατό τοις εκατό ακέραιος, μπορεί να μην είναι παιδόφιλος, να μη δολοφόνησε τη γιαγιά του, να μην τσέπωσε μίζες, αλλά όλο και κάτι παράξενο θα έχει κάνει. Ή, αν μου επιτρέπετε την έκφραση, παραξενοποιούμε ό,τι κάνει καθημερινά. Παλατίνο, χρησιμοποιήστε τη φαντασία σας. Συνεννοηθήκαμε;”
Τρεις μέρες αργότερα, ο Παλατίνο επέστρεψε με ενδιαφέρουσες ειδήσεις. Είχε φωτογραφήσει το δικαστή ενώ καθόταν στο παγκάκι ενός πάρκου και κάπνιζε νευρικά το ένα τσιγάρο πίσω από τ’ άλλο, με καμιά δεκαριά γόπες στα πόδια του. Ο Παλατίνο δεν ήξερε αν ήταν κάτι ενδιαφέρον, αλλά ο Σιμέι είπε ναι, ένας άνθρωπος από τον οποίο προσδοκούμε ενδελέχεια και αντικειμενικότητα, έδινε την εντύπωση ότι ήταν νευρωτικός και επιπλέον αργόσχολος που, αντί να κάθεται να ιδρώνει πάνω από έγγραφα, έχανε το χρόνο του στα παρκάκια. Ο Παλατίνο τον είχε φωτογραφήσει και μέσα από την τζαμαρία ενώ έτρωγε σ’ ένα κινέζικο εστιατόριο, με τα ξυλάκια.
“Υπέροχα”, είπε ο Σιμέι, “ο αναγνώστης μας δεν συχνάζει σε κινέζικα εστιατόρια, πιθανόν εκεί όπου ζει να μην υπάρχουν και δεν θα διανοούνταν ποτέ να φάει με τα ξυλάκια σαν άγριος. Γιατί αυτός εδώ συχνάζει στα κινέζικα; Θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Γιατί, αν είναι σοβαρός δικαστής, δεν τρώει σπαγκέτι και ζυμαρικά όπως όλοι;”“Και να ’ταν μόνο αυτό” συμπλήρωσε ο Παλατίνο, “φορούσε κάλτσες με χρώμα, πώς να το πω, σμαραγδί ή μπιζελί και παπούτσια του τένις”».
Στην πορεία προκύπτει ένας παρανοϊκός, συνωμοσιολόγος συντάκτης ο οποίος συνδέοντας κομμάτια γεγονότων και ειδήσεων των τελευταίων πενήντα χρόνων, οδηγείται σε μία υπόθεση - πραγματικά σατανική πλεκτάνη, σύμφωνα με την οποία ο Μουσολίνι δεν ήταν εκείνο το πτώμα που σκύλευε το θυμωμένο πλήθος στην Πιατζάλε Λορέτο του Μιλάνο στις 28 Απριλίου του 1945, αλλά ο σωσίας του. Ο πραγματικός Ντούτσε είχε φυγαδευτεί… και έτσι ξεκινάει ένας ποταμός υποθέσεων και ιστορικών εκδοχών, που τόσο αφοπλιστικά ξέρει να παραθέτει ο Έκο. Από τη μυστική δεξιά Επιχείρηση Gladio (που έχει άκρες ακόμα και στην Ελλάδα όπως λέει), μέχρι τη Μασονική Στοά Ρ2, το πραξικόπημα του «Μαύρου Πρίγκηπα» Τζούνιο Βαλέριο Μποργκέζε, σφαγές, παρτιζάνους, το Βατικανό, οστεοφυλάκια κρυμμένα σε σκοτεινά δρομάκια, σκουριασμένα κλειδιά και κρησφύγετα. Είναι ένας παράδεισος για εκείνους που τους αρέσει, ξεκοκαλίζοντας τα βιβλία, να ανατρέχουν στο Google για εικόνες και επιπλέον πληροφορίες, συνδυάζοντας ονόματα με φωτογραφίες, πρόσωπα υπαρκτά με θρύλους, τοποθεσίες και τοπωνύμια με γεγονότα. Το κυνήγι του θησαυρού.
Το «Φύλλο Μηδέν» είναι ένας πιο «εύχρηστος» Έκο αυτή τη φορά, με 230 βολικές σελίδες, σε πρώτη έκδοση που αριθμεί 50.000 αντίτυπα και με τη γνωστή αψεγάδιαστη και δημιουργική μετάφραση όπως πάντα της Έφης Καλλιφατίδη, που έχει επιμεληθεί και τις άλλες εκδόσεις των βιβλίων του Ουμπέρτο Έκο, από τον Ψυχογιό. Ακόμα και μεταφράζοντας στα ελληνικά το παιδικό τραγουδάκι των Ιταλών «Centocinquanta la gallina canta», η μεταφράστρια με χιούμορ και δεξιοτεχνία δίνει την αντίστοιχη ρίμα των στίχων, χωρίς να χάνει ούτε ένα μέτρο. Είναι κι αυτό άλλη μία από τις λεπτομέρειες που κάνουν πάντα, τα μεταφρασμένα κείμενα του Έκο, τόσο απολαυστικά.