Ει, ψιτ! Σ’ εσένα μιλάω. Ναι ναι, σ’ εσένα, που κάθεσαι καμαρωτή καμαρωτή μπροστά στον καθρέφτη-τραπέζι. Αποφάσισε. Ή θα χτενιστείς ή θα πιεις τον καφέ σου. Και τα δύο μαζί δεν γίνονται.
Γιατί τρέχεις; Αλλά τι σε ρωτάω! Από ....
μωρό έτσι δεν ήσουνα; Ένα βήμα πήγε να σου πρωτομάθει η μάνα σου, δέκα έκανες! Εκεί να βιαστείς! Να βιαστείς να περπατήσεις, να τ’ αγγίξεις όλα! Ν’ ανοίξεις την πόρτα και να βγεις έξω. Ήταν ωραία εκεί έξω ε; Τόσα πράγματα καινούρια, ανεξερεύνητα! Τα πάντα ένα μυστήριο!
Ορίστε! Τι κατάλαβες; Και την πόρτα άνοιξες και εκεί έξω βγήκες και πολλά μυστήρια έλυσες και μεγάλωσες και τώρα; Τώρα σε πιάνει ώρες ώρες μια μανία να μείνεις μέσα και να μη ξαναβγείς ποτέ πια! Ν’ αρχίσεις πάλι να μπουσουλάς! Άστο! Ξέχνα το σου λέω! Πάνε τα χρόνια της πιπίλας. Τώρα πρέπει να καταπίνεις πολλά!
Κοίτα μόνο να χαλαρώσεις λίγο. Έλα τώρα! Πώς; Τι πώς; Άσε τον χρόνο να κυλάει. Μην τρέχεις ξοπίσω του. Αυτός από μόνος του δεν σταματά. Κάνε εσύ μια στάση. Σκέψου: «Είσαι καλά; Μήπως χρειάζεσαι κάτι άλλο απ’ αυτά που κυνηγάς; Μήπως μπορείς και με πιο λίγα; Μήπως να φτάσεις εσύ τη ζωή εκεί που θέλεις με ποδήλατο και να μη σε τρέχει αυτή με Ferrari;»
Όχι, όχι δεν είναι αργά. Όσο αναπνέεις δεν είναι αργά. Και είπαμε με πιο αργά βήματα. Έλα πάμε… ένα, δύο… ένα, δύο… Και από αύριο είπαμε. Τον καφέ στον τραπέζι. Ένα, δύο… ένα, δύο…
Γιατί τρέχεις; Αλλά τι σε ρωτάω! Από ....
μωρό έτσι δεν ήσουνα; Ένα βήμα πήγε να σου πρωτομάθει η μάνα σου, δέκα έκανες! Εκεί να βιαστείς! Να βιαστείς να περπατήσεις, να τ’ αγγίξεις όλα! Ν’ ανοίξεις την πόρτα και να βγεις έξω. Ήταν ωραία εκεί έξω ε; Τόσα πράγματα καινούρια, ανεξερεύνητα! Τα πάντα ένα μυστήριο!
Ορίστε! Τι κατάλαβες; Και την πόρτα άνοιξες και εκεί έξω βγήκες και πολλά μυστήρια έλυσες και μεγάλωσες και τώρα; Τώρα σε πιάνει ώρες ώρες μια μανία να μείνεις μέσα και να μη ξαναβγείς ποτέ πια! Ν’ αρχίσεις πάλι να μπουσουλάς! Άστο! Ξέχνα το σου λέω! Πάνε τα χρόνια της πιπίλας. Τώρα πρέπει να καταπίνεις πολλά!
Κοίτα μόνο να χαλαρώσεις λίγο. Έλα τώρα! Πώς; Τι πώς; Άσε τον χρόνο να κυλάει. Μην τρέχεις ξοπίσω του. Αυτός από μόνος του δεν σταματά. Κάνε εσύ μια στάση. Σκέψου: «Είσαι καλά; Μήπως χρειάζεσαι κάτι άλλο απ’ αυτά που κυνηγάς; Μήπως μπορείς και με πιο λίγα; Μήπως να φτάσεις εσύ τη ζωή εκεί που θέλεις με ποδήλατο και να μη σε τρέχει αυτή με Ferrari;»
Όχι, όχι δεν είναι αργά. Όσο αναπνέεις δεν είναι αργά. Και είπαμε με πιο αργά βήματα. Έλα πάμε… ένα, δύο… ένα, δύο… Και από αύριο είπαμε. Τον καφέ στον τραπέζι. Ένα, δύο… ένα, δύο…