Ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας γεννήθηκε το 296 μ.Χ. Έχει χαρακτηριστεί
στύλος της Εκκλησίας και Μέγας Πατήρ της Ορθοδοξίας. Οι γονείς του
Αθανασίου ήταν πτωχοί, αλλά πιστοί και ενάρετοι χριστιανοί. Από μικρό
παιδί τον πότισαν με τα νάματα της χριστιανικής ευσέβειας. Η οικονομική
του κατάσταση δεν του επέτρεψε να λάβει ανώτατη εκπαίδευση, αλλά με την
βοήθεια του Θεού κατάφερε μελετώντας μόνος του να φτάσει σε υψηλό
επίπεδο στην θεολογία και στην φιλοσοφία.
Προτού ολοκληρώσει τις σπουδές του, ένα γεγονός ήταν κθοριστικό για όλη την μετέπειτα ζωή του. Κάποια μέρα ο Αθανάσιος με άλλα παιδιά έπαιζε στην ακροθαλασσιά διάφορα εκκλησιαστικά παιχνίδια. Εκεί κοντά βρισκόταν και το σπίτι του Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου. Κάποια στιγμή ο Αρχιεπίσκοπος κοίταξε από το παράθυρο και παρατήρησε τα παιδιά να παίζουν το εξής παιχνίδι: κάθε ένα έπαιρνε και ένα ρόλο, θα έλεγε κανείς, των αξιωματούχων της Εκκλησίας. Το ένα ήταν αναγνώστης, το άλλο διάκονος, άλλο ιερέας και το άλλο επίσκοπος. Τον Αθανάσιο τον χειροτόνησαν Αρχιεπίσκοπο και στο τέλος βάφτισε ένα παιδάκι. Το πιο καταπληκτικό ήταν ότι τα παιδιά έκαναν τη βάπτιση ακριβώς κατά την τάξη της Εκκλησίας. Συγκινημένος ο Αλέξανδρος κάλεσε τα παιδάκια, τα αγκάλιασε και τα ευλόγησε. Από εκείνη την στιγμή ο Αρχιεπίσκοπος πρόσεξε ιδιαίτερα τον Αθανάσιο. Κάλεσε τους γονείς του, τους παίνεψε για το παιδί τους και για την ανατροφή που του έδωσαν. Τους είπε ακόμη, ότι έπρεπε να μορφώσουν τον Αθανάσιο, να μάθει γράμματα, και πιο πολύ εκείνα, που είναι αναγκαία και απαραίτητα για να γνωρίσει πιο καλά τον Θεό και τα του Θεού. Και έτσι να εφαρμόζει το άγιο θέλημα Του και να ζήσει πιο ενάρετα και πιο άγια. Ο Αρχιεπίσκοπος διείδε στην παιδική ψυχή του Αθανασίου, ότι αυτός προοριζόταν για μεγάλα έργα. Για τούτο, τον παρακολουθούσε στην ανάπτυξή του.
Το 319 μ.Χ. ο Άγιος Αθανάσιος χειροτονείται διάκονος από τον Αρχιεπίσκοπο Αλέξανδρο. Ήδη ενώ ήταν διάκονος, εμφανίστηκε στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας, το έτος 325 μ.Χ., που είχε συγκροτηθεί κατά του Αρείου, στην οποία διέπρεψε πάνω απ’ όλους με τον ζήλο του, και με την διδασκαλία του περί Ομοουσίου. Τα πρώτα επτά άρθρα του Συμβούλου της Πίστεως (Πιστεύω) της Α’ Οικουμενικής Συνόδου ουσιαστικά διαμορφώθηκαν από τον Άγιο Αθανάσιο.
Το έτος 326 μ.Χ. ο Άγιος Αθανάσιος διαδέχθηκε τον Αλέξανδρο, στην αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξανδρείας, εκλεγμένος από κλήρο και λαό.
Ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας αρνήθηκε την κοινωνία προς τον Άρειο, γνωρίζοντας την διαστροφή της γνώμης του και την νόσο της αίρεσης που φώλιαζε ακόμη στην καρδιά του Αρείου. Αμέσως άρχισαν οι συκοφαντίες και οι επιβουλές των Αρειανών εναντίον του Αγίου Αθανασίου. Αλλεπάλληλες φορές εξορίστηκε άδικα, καθώς οι Αρειανοί ή οι Εθνικοί (ειδωλολάτρες) κατάφερναν και επηρέαζαν τους Αυτοκράτορες (Κωνσταντίνος ο Μέγας, Κωνσταντίνος ο υιός, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης και ο Ουάλης).
Ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, ο υπερασπιστής της Ορθοδοξίας, εξορίστηκε στην πόλη Τρίβερι (ή Τρέβιρα) της Γαλλίας, κατέφυγε στην Ρώμη, φυγαδεύτηκε και έμεινε καιρό στην έρημο, κρύφτηκε σε υπόγεια μήνες ολόκληρους, υπέμεινε χιλιάδες βάσανα και διωγμούς για 46 έτη. Όταν οι αυτοκράτορες καταλάβαιναν το λάθος τους ή όταν ανέβαινε νέος αυτοκράτορας στον θρόνο, ανακαλούσαν τον Άγιο Αθανάσιο από την εξορία μα έπειτα ήταν πάλι υπό διωγμό, μετά από νέες διαβολές και συκοφαντίες από Αρειανούς ή από ειδωλολάτρες.
Τα χρόνια που ο Άγιος Αθανάσιος βρισκόταν σε εξορία τον υποστήριζαν τόσο οι λαϊκοί όσο και οι μοναχοί της ερήμου. Εκεί στην έρημο γνώρισε τον Μέγα Αντώνιο, του οποίου τον βίο συνέγραψε. Τελικά, φάνηκε σαν φωτεινός αστέρας που έδυε, επιστρέφοντας για τελευταία φορά από την εξορία στον επισκοπικό του θρόνο, όπου με την λαμπρότητα των λόγων του φώτισε τον ορθόδοξο λαό για λίγο ακόμη καιρό και αναπαύτηκε στις 2 Μαΐου του 373 μ.Χ.
Η μνήμη του Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου τιμάται στις 18 Ιανουαρίου και στις 2 Μαΐου.
Πηγή
Προτού ολοκληρώσει τις σπουδές του, ένα γεγονός ήταν κθοριστικό για όλη την μετέπειτα ζωή του. Κάποια μέρα ο Αθανάσιος με άλλα παιδιά έπαιζε στην ακροθαλασσιά διάφορα εκκλησιαστικά παιχνίδια. Εκεί κοντά βρισκόταν και το σπίτι του Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου. Κάποια στιγμή ο Αρχιεπίσκοπος κοίταξε από το παράθυρο και παρατήρησε τα παιδιά να παίζουν το εξής παιχνίδι: κάθε ένα έπαιρνε και ένα ρόλο, θα έλεγε κανείς, των αξιωματούχων της Εκκλησίας. Το ένα ήταν αναγνώστης, το άλλο διάκονος, άλλο ιερέας και το άλλο επίσκοπος. Τον Αθανάσιο τον χειροτόνησαν Αρχιεπίσκοπο και στο τέλος βάφτισε ένα παιδάκι. Το πιο καταπληκτικό ήταν ότι τα παιδιά έκαναν τη βάπτιση ακριβώς κατά την τάξη της Εκκλησίας. Συγκινημένος ο Αλέξανδρος κάλεσε τα παιδάκια, τα αγκάλιασε και τα ευλόγησε. Από εκείνη την στιγμή ο Αρχιεπίσκοπος πρόσεξε ιδιαίτερα τον Αθανάσιο. Κάλεσε τους γονείς του, τους παίνεψε για το παιδί τους και για την ανατροφή που του έδωσαν. Τους είπε ακόμη, ότι έπρεπε να μορφώσουν τον Αθανάσιο, να μάθει γράμματα, και πιο πολύ εκείνα, που είναι αναγκαία και απαραίτητα για να γνωρίσει πιο καλά τον Θεό και τα του Θεού. Και έτσι να εφαρμόζει το άγιο θέλημα Του και να ζήσει πιο ενάρετα και πιο άγια. Ο Αρχιεπίσκοπος διείδε στην παιδική ψυχή του Αθανασίου, ότι αυτός προοριζόταν για μεγάλα έργα. Για τούτο, τον παρακολουθούσε στην ανάπτυξή του.
Το 319 μ.Χ. ο Άγιος Αθανάσιος χειροτονείται διάκονος από τον Αρχιεπίσκοπο Αλέξανδρο. Ήδη ενώ ήταν διάκονος, εμφανίστηκε στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας, το έτος 325 μ.Χ., που είχε συγκροτηθεί κατά του Αρείου, στην οποία διέπρεψε πάνω απ’ όλους με τον ζήλο του, και με την διδασκαλία του περί Ομοουσίου. Τα πρώτα επτά άρθρα του Συμβούλου της Πίστεως (Πιστεύω) της Α’ Οικουμενικής Συνόδου ουσιαστικά διαμορφώθηκαν από τον Άγιο Αθανάσιο.
Το έτος 326 μ.Χ. ο Άγιος Αθανάσιος διαδέχθηκε τον Αλέξανδρο, στην αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξανδρείας, εκλεγμένος από κλήρο και λαό.
Ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας αρνήθηκε την κοινωνία προς τον Άρειο, γνωρίζοντας την διαστροφή της γνώμης του και την νόσο της αίρεσης που φώλιαζε ακόμη στην καρδιά του Αρείου. Αμέσως άρχισαν οι συκοφαντίες και οι επιβουλές των Αρειανών εναντίον του Αγίου Αθανασίου. Αλλεπάλληλες φορές εξορίστηκε άδικα, καθώς οι Αρειανοί ή οι Εθνικοί (ειδωλολάτρες) κατάφερναν και επηρέαζαν τους Αυτοκράτορες (Κωνσταντίνος ο Μέγας, Κωνσταντίνος ο υιός, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης και ο Ουάλης).
Ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, ο υπερασπιστής της Ορθοδοξίας, εξορίστηκε στην πόλη Τρίβερι (ή Τρέβιρα) της Γαλλίας, κατέφυγε στην Ρώμη, φυγαδεύτηκε και έμεινε καιρό στην έρημο, κρύφτηκε σε υπόγεια μήνες ολόκληρους, υπέμεινε χιλιάδες βάσανα και διωγμούς για 46 έτη. Όταν οι αυτοκράτορες καταλάβαιναν το λάθος τους ή όταν ανέβαινε νέος αυτοκράτορας στον θρόνο, ανακαλούσαν τον Άγιο Αθανάσιο από την εξορία μα έπειτα ήταν πάλι υπό διωγμό, μετά από νέες διαβολές και συκοφαντίες από Αρειανούς ή από ειδωλολάτρες.
Τα χρόνια που ο Άγιος Αθανάσιος βρισκόταν σε εξορία τον υποστήριζαν τόσο οι λαϊκοί όσο και οι μοναχοί της ερήμου. Εκεί στην έρημο γνώρισε τον Μέγα Αντώνιο, του οποίου τον βίο συνέγραψε. Τελικά, φάνηκε σαν φωτεινός αστέρας που έδυε, επιστρέφοντας για τελευταία φορά από την εξορία στον επισκοπικό του θρόνο, όπου με την λαμπρότητα των λόγων του φώτισε τον ορθόδοξο λαό για λίγο ακόμη καιρό και αναπαύτηκε στις 2 Μαΐου του 373 μ.Χ.
Η μνήμη του Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου τιμάται στις 18 Ιανουαρίου και στις 2 Μαΐου.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προσθέστε το σχόλιό σας!!! Πείτε μας ότι θέλετε!