Ένα βελτιωμένο αιματολογικό – γενετικό τεστ, που φιλοδοξεί να
αποτελέσει μια γρήγορη και ακριβή μέθοδο έγκαιρης διάγνωσης των στερεών
καρκινικών όγκων παρουσίασαν Αμερικανοί επιστήμονες.
Όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, το τεστ βρίσκεται ακόμα στη φάση της ανάπτυξης, έχει περαιτέρω περιθώρια βελτίωσης και κάποια ημέρα, σύμφωνα με τους δημιουργούς του, θα χρησιμοποιείται ευρέως για την ανίχνευση πολλών ειδών καρκίνου, καθώς επίσης για διερεύνηση του βαθμό που η νόσος έχει προχωρήσει και κατά πόσο μπορεί να ανταποκριθεί στη θεραπεία.
Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή ογκολογίας Μαξιμίλιαν Ντιν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό ιατρικής «Nature Medicine», ανέφεραν ότι στην τωρινή μορφή του το τεστ εντόπισε περίπου τους μισούς ασθενείς (50%) με καρκίνο του πνεύμονα αρχικού σταδίου (στάδιο 1), καθώς και όλους τους ασθενείς με πιο προχωρημένο καρκίνο του πνεύμονα (στάδιο και 2 και πάνω).
Το τεστ εντοπίζει ίχνη του DNA του όγκου, που κυκλοφορούν στο αίμα. Έως τώρα το τεστ ήταν δύσχρηστο, χρονοβόρο και όχι πολύ ακριβές. Μετά τις νέες βελτιώσεις που επέφεραν οι αμερικανοί επιστήμονες, το τεστ είναι πολύ πιο ευαίσθητο («πιάνοντας» πολύ μικρές ποσότητες του καρκινικού DNA) και κλινικά πιο εύχρηστο.
Οι γιατροί μέχρι σήμερα μπορούν πιο εύκολα να διαγνώσουν και να παρακολουθήσουν αιματολογικά την εξέλιξη των «υγρών» καρκίνων (όπως η λευχαιμία), από ό,τι των «στερεών». Το νέο τεστ, κατά κάποιο τρόπο, όπως δήλωσε ο αιματολόγος – ογκολόγος Ας Αλιζαντέχ, «στην ουσία επιχειρεί να μετατρέψει τους στερεούς όγκους σε υγρούς, ώστε να ανιχνεύονται και να παρακολουθούνται πιο εύκολα».
Τα καρκινικά κύτταρα συνεχώς διαιρούνται και πεθαίνουν. Καθώς αυτό συμβαίνει, απελευθερώνουν DNA στο αίμα του ασθενούς. Η ανίχνευση αυτών των γενετικών «υπογραφών» δεν είναι όμως εύκολη υπόθεση, επειδή -ακόμα και στους ασθενείς με πολύ προχωρημένο καρκίνο- η συντριπτική πλειονότητα του κυκλοφορούντος DNA στο αίμα προέρχεται από τα φυσιολογικά μη καρκινικά κύτταρα.
Η επιτυχία των αμερικανών ερευνητών είναι ότι βρήκαν μεθόδους να απομονώνουν το καρκινικό DNA και να το αναλύουν. H τεχνική τους, που ονομάζεται CAPP-Seq (Cancer Personalized Profiling by deep Sequencing), είναι σε θέση να ανιχνεύσει ένα μόνο μόριο από το DNA του καρκινικού όγκου, το οποίο «πλέει» σε μια θάλασσα 10.000 υγιών μορίων DNA.
Το DNA του καρκίνου διαφέρει από το υγιές DNA λόγω συγκεκριμένων μεταλλάξεων που έχει υποστεί. Κάθε καρκίνος τείνει να έχει διαφορετικό γενετικό «προφίλ» από ασθενή σε ασθενή, όμως ορισμένες μεταλλάξεις είναι κοινές. Κανείς καρκινοπαθής δεν έχει ακριβώς τις ίδιες μεταλλάξεις με τον άλλο, αλλά τουλάχιστον μία είναι κοινή.
Αν και σε αυτή τη φάση, το τεστ δοκιμάστηκε με επιτυχία μόνο στον καρκίνο του πνεύμονα (τον συχνότερο καρκίνο και ταυτόχρονα τη Νο 1 αιτία θανάτου από καρκίνο), στο μέλλον αναμένεται να χρησιμοποιηθεί σε πολλούς διαφορετικούς στερεούς όγκους που εμφανίζονται σε άλλα σημεία του σώματος. Ήδη οι ερευνητές σχεδιάζουν τις σχετικές κλινικές δοκιμές.
Η ελπίδα είναι ότι κάποτε ο υγιής πληθυσμός θα μπορεί να κάνει προγνωστικά το τεστ, προκειμένου να ελέγχεται για τυχόν πρώιμα σημάδια καρκίνου. Συνήθως όσο πιο έγκαιρα γίνεται η διάγνωση του όγκου, τόσο πιο αποτελεσματική είναι η θεραπεία που ακολουθεί (χειρουργική αφαίρεση, ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία, φαρμακοθεραπεία).
Επίσης, το κόστος του νέου τεστ αναμένεται να είναι σαφώς χαμηλότερο από τις απεικονιστικές μεθόδους διάγνωσης του καρκίνου.
Πηγή
Όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, το τεστ βρίσκεται ακόμα στη φάση της ανάπτυξης, έχει περαιτέρω περιθώρια βελτίωσης και κάποια ημέρα, σύμφωνα με τους δημιουργούς του, θα χρησιμοποιείται ευρέως για την ανίχνευση πολλών ειδών καρκίνου, καθώς επίσης για διερεύνηση του βαθμό που η νόσος έχει προχωρήσει και κατά πόσο μπορεί να ανταποκριθεί στη θεραπεία.
Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή ογκολογίας Μαξιμίλιαν Ντιν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό ιατρικής «Nature Medicine», ανέφεραν ότι στην τωρινή μορφή του το τεστ εντόπισε περίπου τους μισούς ασθενείς (50%) με καρκίνο του πνεύμονα αρχικού σταδίου (στάδιο 1), καθώς και όλους τους ασθενείς με πιο προχωρημένο καρκίνο του πνεύμονα (στάδιο και 2 και πάνω).
Το τεστ εντοπίζει ίχνη του DNA του όγκου, που κυκλοφορούν στο αίμα. Έως τώρα το τεστ ήταν δύσχρηστο, χρονοβόρο και όχι πολύ ακριβές. Μετά τις νέες βελτιώσεις που επέφεραν οι αμερικανοί επιστήμονες, το τεστ είναι πολύ πιο ευαίσθητο («πιάνοντας» πολύ μικρές ποσότητες του καρκινικού DNA) και κλινικά πιο εύχρηστο.
Οι γιατροί μέχρι σήμερα μπορούν πιο εύκολα να διαγνώσουν και να παρακολουθήσουν αιματολογικά την εξέλιξη των «υγρών» καρκίνων (όπως η λευχαιμία), από ό,τι των «στερεών». Το νέο τεστ, κατά κάποιο τρόπο, όπως δήλωσε ο αιματολόγος – ογκολόγος Ας Αλιζαντέχ, «στην ουσία επιχειρεί να μετατρέψει τους στερεούς όγκους σε υγρούς, ώστε να ανιχνεύονται και να παρακολουθούνται πιο εύκολα».
Τα καρκινικά κύτταρα συνεχώς διαιρούνται και πεθαίνουν. Καθώς αυτό συμβαίνει, απελευθερώνουν DNA στο αίμα του ασθενούς. Η ανίχνευση αυτών των γενετικών «υπογραφών» δεν είναι όμως εύκολη υπόθεση, επειδή -ακόμα και στους ασθενείς με πολύ προχωρημένο καρκίνο- η συντριπτική πλειονότητα του κυκλοφορούντος DNA στο αίμα προέρχεται από τα φυσιολογικά μη καρκινικά κύτταρα.
Η επιτυχία των αμερικανών ερευνητών είναι ότι βρήκαν μεθόδους να απομονώνουν το καρκινικό DNA και να το αναλύουν. H τεχνική τους, που ονομάζεται CAPP-Seq (Cancer Personalized Profiling by deep Sequencing), είναι σε θέση να ανιχνεύσει ένα μόνο μόριο από το DNA του καρκινικού όγκου, το οποίο «πλέει» σε μια θάλασσα 10.000 υγιών μορίων DNA.
Το DNA του καρκίνου διαφέρει από το υγιές DNA λόγω συγκεκριμένων μεταλλάξεων που έχει υποστεί. Κάθε καρκίνος τείνει να έχει διαφορετικό γενετικό «προφίλ» από ασθενή σε ασθενή, όμως ορισμένες μεταλλάξεις είναι κοινές. Κανείς καρκινοπαθής δεν έχει ακριβώς τις ίδιες μεταλλάξεις με τον άλλο, αλλά τουλάχιστον μία είναι κοινή.
Αν και σε αυτή τη φάση, το τεστ δοκιμάστηκε με επιτυχία μόνο στον καρκίνο του πνεύμονα (τον συχνότερο καρκίνο και ταυτόχρονα τη Νο 1 αιτία θανάτου από καρκίνο), στο μέλλον αναμένεται να χρησιμοποιηθεί σε πολλούς διαφορετικούς στερεούς όγκους που εμφανίζονται σε άλλα σημεία του σώματος. Ήδη οι ερευνητές σχεδιάζουν τις σχετικές κλινικές δοκιμές.
Η ελπίδα είναι ότι κάποτε ο υγιής πληθυσμός θα μπορεί να κάνει προγνωστικά το τεστ, προκειμένου να ελέγχεται για τυχόν πρώιμα σημάδια καρκίνου. Συνήθως όσο πιο έγκαιρα γίνεται η διάγνωση του όγκου, τόσο πιο αποτελεσματική είναι η θεραπεία που ακολουθεί (χειρουργική αφαίρεση, ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία, φαρμακοθεραπεία).
Επίσης, το κόστος του νέου τεστ αναμένεται να είναι σαφώς χαμηλότερο από τις απεικονιστικές μεθόδους διάγνωσης του καρκίνου.
Πηγή